Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Οποιαδήποτε συνεισφορά στις ιστορίες πίσω από το τραγούδι είναι παραπάνω απο ευπρόσδεκτη.

Το τραγούδι γράφτηκε το 1945 για το έργο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου. Τριάντα χρόνια αργότερα (1974), για τις ανάγκες της ταινίας «Sweet Movie» του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ο Χατζιδάκις το χρησιμοποιεί για να σχολιάσει μιαν απ’ τις ειρωνείες της ιστορίας: το 1943, οι Ναζί ξεθάβουν τα πτώματα Πολωνών αιχμαλώτων που είχαν σφαγιασθεί απ’ τους Σοβιετικούς το 1940 στο δάσος του Κατύν.

«The urchins down in the meadow». Music & lyrics by Manos Hadjidakis, vocals by Maria Katira.
[SUBTITLES WITH ENGLISH LYRICS]
This song comments a scene of Dušan Makavejev’s «Sweet Movie» (1974), which includes film footage utilised by the German propaganda: In 1943, the Nazis discovered mass graves of Polish prisoners-of-war that had been massacred by the Soviets in 1940 at Katyń forest.

«Les garnements dans le pré». Musique et paroles de Manos Hadjidakis, chantée par Maria Katira.
Un comment musical pour une séquence du film culte de Dušan Makavejev «Sweet Movie» (1974), qui contient ce vieux ciné-journal utilisé par la propagande allemande: En 1943, les nazis ont exhumé les cadavres des prisonniers de guerre polonais, qui ont été massacrés par les sovietiques en 1940 dans la forêt de Katyń.

«I ragazzi giù nel campo». Musica e parole di Manos Hadjidakis, interpretato da Maria Katira.
[SOTTOTITOLI CON VERSI IN ITALIANO da Pier Paolo Pasolini e Dacia Maraini]
Un commento musicale per una scena del film culto di Dušan Makavejev «Sweet Movie» (1974) che contiene questo vecchio cinegiornale utilizzato dalla propaganda tedesca: Nel 1943 i nazisti hanno scoperto le fosse comuni di prigionieri di guerra polacchi, massacrati nel 1940 dalla NKVD sovietica nella foresta di Katyń.

Savoir vivre

Διαβάστε τη συνέχεια »

P1010053

Να. ο καταφερτζής

Από http://gazikapllani.blogspot.com/2009/09/blog-post_22.html

Προχθές μου τηλεφώνησε ο Να. Είχα χρόνια να τον ακούσω. Το αληθινό του όνομα είναι Λα., αλλά το άλλαξε σε Να. όταν ήρθε στην Ελλάδα. Με τον Να. γνωριζόμαστε από το δημοτικό. Μου ήταν πάντα αντιπαθητικός και εάν δεν βρισκόμασταν σε μια ξένη χώρα, ως μετανάστες, δεν θα του μίλαγα καν. Αλλά στην ξενιτιά ακόμα και ο πιο αντιπαθητικός συγχωριανός σού φαίνεται οικείος. Ο Να., όπως συνηθίζει, άρχισε αμέσως να με βομβαρδίσει με ερωτήσεις. Με ένα ύφος μπαγάσα και ανακριτή μαζί. Ήθελε να ξέρει πολλά, αλλά κυρίως αν έχω παντρευτεί, αν έχω αγοράσει σπίτι, αν έχω παιδιά, αν έχω αυτοκίνητο, αν έχω αγοράσει εξοχικό, τουλάχιστον στην Αλβανία. Του απάντησα ότι δεν έχω παιδιά, ούτε έχω αγοράσει σπίτι, ούτε αυτοκίνητο, ούτε εξοχικό. «Μα, τι κάνεις;» φώναξε ο Να., με το ύφος ενός πατέρα που ψέγει τα παιδιά του. «Εμένα μου είπαν ότι έχεις γίνει γνωστός». Για τον Να., σαφώς, το να γίνεις γνωστός συνεπάγεται αμέσως παιδιά, αυτοκίνητα, σπίτια και εξοχικά. Από ευγένεια τον ρώτησα αν ο ίδιος έχει παντρευτεί και αν έχει παιδιά. Μου είπε πως όλα στην ζωή του είναι επί δυο. Έχει δυο παιδιά, δυο (ακριβά) αυτοκίνητα και δυο εξοχικά, ένα εδώ και ένα στην Αλβανία. Έγινε λίγη σιωπή και μετά ακούστηκε ξανά η φωνή του Να. «Εγώ το ήξερα, τα βιβλία θα σε φάνε εσένα» είπε προσπαθώντας να αστειευτεί. Και έπειτα από λίγο, σοβαρός, προσέθεσε: «Άσε τα βιβλία και μάθε τα κόλπα φίλε». Το είπε αυτό με το ύφος ενός μετρ που τα ξέρει όλα. Εκεί γύρω άρχισα να εκνευρίζομαι πολύ. Ο Να. έτσι κι αλλιώς μού είναι ανυπόφορος. Ήθελα να τον διαολοστείλω αλλά, πιστέψτε με, δεν είναι εύκολο να διαολοστείλεις τύπους σαν τον Να. «Ναι, εσύ Να. πάντα ήξερες τα κόλπα» του είπα. Ο Να. γέλασε δυνατά. Ο Να., πράγματι, τα ξέρει τα κόλπα. Είναι γεννημένος καταφερτζής. Από την αρχή που ήρθε στην Ελλάδα άλλαξε το όνομά του. Το έκανε «ελληνικό». Πήρε «κάρτα ομογενούς» όταν οι άλλοι μετανάστες κυκλοφορούσαν παράνομα και έτρεμαν από τις επιχειρήσεις- σκούπα. Τώρα έχει δικό του συνεργείο και βάφει σπίτια σε ακριβές γειτονιές. Έχει στη δούλεψή του Γεωργιανούς, Ρουμάνους και Πακιστανούς. Τους τελευταίους ο Να., ως εργοδότης, τους θεωρεί «αράπηδες» και «χοντροκέφαλους». Ετοιμαζόμουν να του πω «γεια» όταν ο Να. έκανε την τελευταία ερώτηση: «Την ελληνική υπηκοότητα την έχεις πάρει;». «Όχι» του απάντησα. Τότε, ξανά, ο Να. είπε κάτι για τα βιβλία και τα κόλπα. Με πληροφόρησε, με ύφος νικητή, ότι εκείνος θα την πάρει σύντομα την ελληνική υπηκοότητα. Είχε βρει άκρη μέσω ενός βουλευτή, προσέθεσε. «Στην Ελλάδα τα πάντα γίνονται, αρκεί να έχεις μέσον» κατέληξε. Όταν είπαμε επιτέλους «γεια» ανακουφίστηκα. Αλλά τα λόγια του Να., του καταφερτζή, για τα κόλπα μού έμειναν. Ίσως ο Να. στάθηκε πιο τυχερός από μένα. Ίσως να έπεσε σε καλό «δάσκαλο» στην Ελλάδα που του έμαθε όλα τα κόλπα. Εγώ, δυστυχώς, από την αρχή, γνώρισα Έλληνες που δεν ήξεραν από κόλπα, που δεν λάτρευαν το αυτοκίνητο, δεν ψόφαγαν για ένα αυθαίρετο εξοχικό και δεν είχαν μέσον. Εκείνοι, αντί να μου μάθουν τα κόλπα, μου έμαθαν τα ακούω Χατζιδάκι, να διαβάζω Καβάφη, να μπαίνω στα μυστικά της ελληνικής γλώσσας. Δεν είχαν ακριβά αυτοκίνητα. Είχαν μεγάλες βιβλιοθήκες και λάτρευαν τα ταξίδια. Αντικρύζοντας τώρα τη συντριπτική επιτυχία του Να. του καταφερτζή, έχω την υποψία πως εκείνοι οι Έλληνες που γνώρισα με πήραν στον λαιμό τους τελικά…

Working class hero

As soon as your born they make you feel small
By giving you no time instead of it all
Till the pain is so big you feel nothing at all
A working class hero is something to be
A working class hero is something to be

They hurt you at home and they hit you at school
They hate if you’re clever and they despise a fool
Till you’re so fucking crazy you can’t follow their rules
A working class hero is something to be
A working class hero is something to be

When they’ve tortured and scared you for twenty odd years
Then they expect you to pick a career
When you can’t really function you’re so full of fear
A working class hero is something to be
A working class hero is something to be

Keep you doped with religion and sex and TV,
And you think you’re so clever and you’re classless and free,
But you’re still fucking peasants as far as I can see,
A working class hero is something to be
A working class hero is something to be

There’s room at the top they are telling you still
But first you must learn how to smile as you kill
If you want to be like all the folks on the hill
A working class hero is something to be
A working class hero is something to be
A working class hero is something to be
A working class hero is something to be

If you want to be a hero, well just follow me
If you want to be a hero, well just follow me

Bye, bye Scotland

(tip: play them both simultaneously  and watch the first in full screen)

amaAmbush Greek fan club

amaAmbush thank you for the journey….

P1010030

P1010034P1010032

 

edit:  

Gilda…

Ο πυγμάχος….

I am just a poor boy and my storys seldom told
Ive squandered my resistance for a pocketful of mumbles, such are promises
All lies and jest, still the man hears what he wants to hear
And disregards the rest, hmmmm

When I left my home and my family, I was no more than a boy
In the company of strangers
In the quiet of the railway station, runnin scared
Laying low, seeking out the poorer quarters, where the ragged people go
Looking for the places only they would know

Li la li…

Asking only workmans wages, I come lookin for a job, but I get no offers
Just a comeon from the whores on 7th avenue
I do declare, there were times when I was so lonesome
I took some comfort there

Now the years are rolling by me, they are rockin even me
I am older than I once was, and younger than Ill be, thats not unusual
No it isnt strange, after changes upon changes, we are more or less the same
After changes we are more or less the same

Li la li…

And Im laying out my winter clothes, wishing I was gone, goin home
Where the new york city winters arent bleedin me, leadin me to go home

In the clearing stands a boxer, and a fighter by his trade
And he carries the reminders of every glove that laid him down or cut him
til he cried out in his anger and his shame
I am leaving, I am leaving, but the fighter still remains
Yes he still remains

Li la li…

 

Έκλεψα τις λέξεις, του Σεπτέμβρη ποιητές
ψιθυρίσματα, υποσχέσεις, ταξίδια δίχως τέλος και τα χρώματα
μη με ρωτάτε ο καθένας ό,τι θέλει ακούει
και τ’ άλλα τα ξεχνά

Όταν άφησα το σπίτι μου, πιο μικρός κι από παιδί
ο ληστής και ο παλιάτσος στο ταμπούρλο μου ανέμιζαν τραγούδια
κουρέληδες οι καημοί μου μα τα πρόσωπα γύρω μου φωτεινά
μου θύμιζαν όσα αγαπώ ξανά

Λάι λα λάι…

Μοναχός πήρα τους δρόμους κι έψαχνα δουλειά και πού να γείρω
σαν τις πόρνες της εβδόμης λεωφόρου
μα δεν πειράζει, δεν πειράζει
γιατί έχασα κι έμαθα πολλά

Με τα ρούχα μου μαζεύω και τα λάθη μου μαζί
πάω εκεί στο σπίτι που ο αέρας δεν πληγώνει, με οδηγεί

Με προσπέρασαν τα χρόνια δίχως νύχτες γιορτινές
μεγάλωσα μα ίσως να είμαι κι απ’ το αύριο πιο νέος
στ’ αλήθεια τι παράξενη εποχή
σαν πυγμάχος ν’ αγωνίζομαι απάνω στο σχοινί
ζητώντας χάμω, ό,τι δεν είχα βρει

Λάι λα λάι…

Wake me up when … ends

Rossi vs Lorenzo Catalunia 2009

Αφιερωμένο στα φιλαράκια και σε δικούς μου ανθρώπους που πορεύονται διπλοί στη ζωή, με την ευχή να περπατούν πάντα μαζί και να αισθάνονται όπως οι στίχοι του τραγουδιού λένε…

 

(Τραγούδι των Cure, εδώ από την Tori Amos)

Αντιγραφή από: http://www.mybike.gr/index.php?showtopic=19730&st=15&p=402315&#entry402315

Γιατί αυτή είναι η ουσία εδώ: ότι εκείνη δεν περίμενε εσένα που το θεώρησες αναφαίρετο δικαίωμά σου να περάσεις πρώτος

Ας σκεφτούμε λίγο πόσες συγκρούσεις οφείλονται σε αυτήν την πραγματικότητα.
Κι εννοώ συγκρούσεις τόσο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ σαν κι αυτήν που έγινε στην δική σου περίπτωση αλλά και ψυχολογικές – μέσα στις σχέσεις όταν δεν κάνουμε λίγο «ψυχολογικό χώρο» για τον άλλον (ακόμα κι άγνωστος να είναι).

Το να περιμένουμε τον άλλον εκτιμώ ότι είναι βάση για μια πιο αρμονική συνύπαρξη.
Διαφορετικά δεν μπορεί να υπάρξει οικογένεια – σχέση ερωτική (πχ στον οργασμό) – σχέση με τα παιδιά του (από το να μάθει το παιδί να γράφει μέχρι να μάθει πως να διαχειρίζεται εκείνο τις σχέσεις του, τα λεφτά του κλπ) – με τον γείτονα που κάνει κάτι που δεν μας αρέσει εκ των προτέρων.
Δεν είναι όλα θέμα νομιμότητας. Ο νόμος έρχεται για να δώσει λύσεις στο τέλος όταν έχουν αποτύχει οι άλλες προσπάθειες συννενόησης.

Views from my (ex)balcony

 https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010001.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010002.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010003.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010004.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010005.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010006.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010007.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010009.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010010.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010011.jpg

https://kapoiospetros.files.wordpress.com/2008/05/p1010012.jpg

Ορλάντο…

Άπο Θέατρο για όλους:

Η έννοια του ρομαντικού είναι εντελώς παρεξηγημένη στις μέρες μας. Ο ρομαντισμός ξεκίνησε ως ένα δυναμικό και ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό ρεύμα στα τέλη του 18ου αιώνα με την προοπτική να εκφράσει βαθύτατα υπαρξιακά αδιέξοδα του ανθρώπου της μακρινής εκείνης τώρα πιά εποχής. Πέρα όμως και πάνω από την υπέρμετρη εκδήλωση του συναισθήματος των παράφορων εκείνων ηρώων που εγκλωβίστηκαν πιά ανεπιστρεπτί στο περασμένο χωροχρονικό σύμπαν, ο ρομαντισμός δημιούργησε με τον δικό του τρόπο «αμαρτωλά» λογοτεχνικά πρότυπα που μιλάνε με αφοπλιστική ειλικρίνεια στον άνθρωπο κάθε εποχής. Κι αυτό συμβαίνει γιατί πολύ πριν ο ρομαντικός ήρωας ντυθεί τα περιπαθή, γλυκανάλατα και αισθαντικά στο όριο του γελοία κωμικού πέπλα που του φόρτωσαν οι μετέπειτα εποχές, έχει αναπνεύσει, στα έργα κλασικών πιά συγγραφέων όπως ο Λόρδος Βύρωνας ή ο Γκαίτε, με όλη του την καρδιά, στον αέρα ενός σκληρού και σκοτεινού κόσμου που διασώζει μέχρι σήμερα μάλλον ένα περισσότερο μοιραίο και τραγικό για εκείνον προφίλ. Συμμέτοχος και συνυπεύθυνος στην περιπέτεια μιας εφιαλτικής ζωής την οποία ο ίδιος πρώτος από όλους ως τα κατάβαθα της μοναχικής του ύπαρξης αμφισβητεί και σαρκάζει.

Ενάν τέτοιον ακριβώς α-χάριστο και ανικανοποίητο μα κυρίως αχόρταγο ήρωα για τη ζωή επιλέγει να κάνει και η Βιρτζίνια Γουλφ πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημά της αφομοιώνοντας στο δικό της έργο αφενός τα ρομαντικά πρότυπα και αφετέρου την ανδρόγυνη μορφή του Ορλάντο από το Όπως σας αρέσει του Σαίξπηρ. Εξού και ο τίτλος. Επιπλέον στα 1928, οπότε η Γουλφ συνθέτει το έργο της, είναι ακόμα επηρεασμένη από την γοητεία που της ασκεί η Βίτα-Σάκβιλ Γουέστ, μια αριστοκράτισσα που γνώρισε στα 1922 και με την οποία είχαν στενή σχέση ως το 1925. Η Γουέστ φαντάζει στα μάτια της Γουλφ ως μια σύγχρονη μορφή αμαζόνας.
Ο Ορλάντο είναι φτιαγμένος ακριβώς από τα ίδια αντισυμβατικά υλικά που συνθέτουν την ταυτότητα ενός τυπικού ρομαντικού που ταξιδεύει ακατάβλητα στο χάος των εποχών και των χρόνων. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος της Γουλφ είναι μια αρσενικοθήλυκη μορφή πληγωμένου από τον Έρωτα ιππότη που δεν βρίσκει ησυχία στην τάξη του, στο φύλο του, στην εποχή, ούτε καν στην Δύση και την Ανατολή όπου αυτοεξόριστος ταξιδεύει. Ξεπερνά την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση, από άντρας μεταμορφώνεται σε γυναίκα, σαρκάζει την κοινωνία που ζει και τους θεσμούς της, κατανικά τους φραγμούς του χρόνου, ζει μια ολόκληρη ζωή μέσα σε τρεις αιώνες. Κι ακόμα τότε δεν χάνεται παρά μονάχα σε ύλη αστρική για τον επόμενο ίσως ποιητή που θα τον λατρέψει και θα μηνύσει στον κόσμο το ατέλειωτο βάσανο – έπος του.
Το ταξίδι αυτό του ρομαντικού Ορλάντο επέλεξε να παρουσιάσει φέτος η εταιρεία Omicron 2 και ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσακίρης με την πολύ καλή Μαριάνθη Σοντάκη στον ομώνυμο ρόλο. Υποβλητική και ατμοσφαιρική η παρουσία του Αντώνη Μιτζέλου στη σκηνή με την επένδυση της live ηλεκτρικής κιθάρας υποστήριζει μιαν αναμφισβήτητα rock διάσταση στην προσωπικότητας του Ορλάντο -κατά πάσα βεβαιότητα αν υπήρχε Ορλάντο σήμερα θα είχε την ανάλογη αίγλη ενός rock star. Ωστόσο, για τον θεατή υπάρχει διαρκώς η αίσθηση οτί παρακολουθεί ένα δρώμενο που παραμένει -πολλές φορές και αυτάρεσκα- εγκλωβισμένο σε σκηνοθετικά σχήματα που την ίδια στιγμή δυστυχώς αφήνουν και τον κεντρικό ήρωα εγκλωβισμένο τελικά στο χαρτί.

Διασκευή: Ρόμπερτ Ουίλσον-Ντέιβιντ Πίκνευ
Μετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος
Σκηνοθεσία: Σ. Σ. Τσακίρης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Φραγκούλη
Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Μουσική: Αντώνης Μιτζέλος
Μακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος
Hair styling: Χρόνης Τζήμου
Κινησιολογία: Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Λάμπρου
Παίζει: Μαριάνθη Σοντάκη

BIOS
Πειραιώς 84, Γκάζι,               2103425335        

Σήμερα ήρθε τεχνικός της … και έγινε η σύνδεση κουτιού πολυκατοικίας-διαμερίσματος. Το modem συγχρονίζει στα 5 με 6Mbps (έχω κάνει αίτηση για up to εξί). Το VoIp δεν δουλεύει ακόμα καλά, ίσως επειδή δεν έχω πάρει ακόμα username και password. Γι αυτό κιόλας από ίντερνετ με αφήνει μόσο στο site της …

Εγκατασταση γραμμής από ΟΤΕ. Όμως μόνο μέχρι το κουτί της πολυκατοικίας. Επιβεβαιωση απο εναλλακτικό με μεγάλη αναμονή στο τηλ ότι θα έρθει αλλος τεχνικός να ολοκληρώσει την εγκατάσταση. Αναμενόμενη ενεργοποίηση 22 Φεβρουαρίου ενώ μου δώσαν και τους δύο αριθμούς σταθερού τηλεφώνου που θα έχω.

Ξυπνώντας βλέπω μήνυμα στο κινητό:

(εταιρεία): Η αίτηση σας έχει καταχωρηθεί και βρίσκεται σε στάδιο ενεργοποίησης. Θα ενημερωθείτε με μήνυμα για την εξέλιξη της.

Για τον αριθμό του κινητού δεν μπορώ να ξέρω αν είναι κέντρου ή υπαλλήλου. Ούτε τι ώρα ακριβώς στάλθηκε γιατί το κινητό μου έχει δική του αίσθηση του χρόνου

Αυτά για σήμερα….

(τηλέφωνο για επιβεβαίωση ηλεκτρονικής καταχώρησης αίτησης)

-Καλημέρα σας…

-Καλημέρα σας…

-Πήρα για να ….

-Βλέπω ότι έχετε καρτέλα, αλλά δεν υπάρχει η αίτηση, πότε κάνατε την αίτηση;

-Χτές έγινε αυτό και το άλλο και μου είπανε (ο κύριος τάδε κτλ κτλ)….

-Πότε στείλατε το φαξ…Απο ποιο νούμερο;

-Τότε….το νούμερο δεν το έχω πρόχειρο…

-Οκ σας καταχωρώ…. Καταχωρηθήκατε….

-Τι γίνεται τώρα;

-Τις επόμενες μέρες θα παραλάβετε τον εξοπλισμό από την τάδε εταιρεία κούρριερ…

-Γεια σας…

-Γεια σας…

Βαριέμαι να ξαναπέρνω πάλι για το αν όντως καταχωρήθηκε 🙂

Θα το κάνω έμμεσα την επόμενη βδομάδα σε φάση τι γίνεται με τον εξοπλισμό (αν δεν έχει έρθει μέχρι τότε)

Γιατί κατά τ’άλλα δεν υπάρχει βιασύνη να πάρεις τον εξοπλισμό όταν δεν έχεις τη γραμμή, απλά σου δημιουργεί την αίσθηση της καλής εξυπηρέτησης.

(to be continued)

Από το ΣΚ είχα ετοιμάσει την αίτηση, η οποία μπορεί να γίνει μόνο είτε μέσω καταστημάτων είτε με fax.

Εστειλά mail αλλού με σκαναρισμένη την αίτηση για να σταλεί το fax. Η απόστολή έγινε χτές.

Έχοντας εμπειρίες από φίλους σε διάφορους παροχούς για αιτήσεις που δεν καταχωρήθηκαν, πήρα τηλέφωνο σήμερα, για να επιβεβαιώσω ότι έχει γίνει η καταχώρηση.

Παίρνω:

-Καλημέρα σας…

-Καλημέρα σας…

-Ξέρετε έκανα μια αίτηση … (κτλ)

-Α δε σας βρίσκω, πείτε μου (ψάξιμο κτλ κτλ κτλ)

-Χτες απο Αθήνα….

-Μισό λεπτό να σας προωθήσω (αλλού) για να σας φτιαχτεί καρτέλα

(προώθηση)

-Καλημέρα σας

-Καλημέρα σας

…..

-Να το συμπληρώσουμε τηλεφωνικά

-Μπορω να σας το στείλω και με mail

(Στελνω με Mail)

Μετά από κάποια ώρα απάντηση:

Κύριε …, 

Έλαβα και καταχώρησα την αίτηση που μου στείλατε. Οτιδήποτε και αν χρειαστείτε μη διστάσετε να επικοινωνήσετε και πάλι μαζί μας. Με εκτίμηση, 

 κτλ κτλ

Παίρνω καπάκι πάλι στην εξυπηρέτηση πελατών

-Καλημέρα σας

-Καλημέρα σας

-Ξέρετε θέλω να ρωτήσω εαν….

-Δε σας βλέπω….

-Μα μιλησα με… και μου είπε πως μόλις ενεργοποιήθηκε….

-Μάλλον δεν έχει ενημερωθεί το σύστημα (στο περίπου)

-Πότε να ξαναπάρω να τσεκάρω

-….αύριο…

Τα παραπάνω μου φαίνονται πολύ διασκεδαστικά και γιατί δε μου φάγαν πολύ χρόνο (πιο πολύ χρόνο «χάνω» που τα γράφω), αλλά και γιατί δεν έχω άμεση πίεση για ιντερνετ σπίτι. Βέβαια αναγνωρίζω ότι σε συνθήκες πίεσης ή άλλων προβλημάτων μπορεί να είναι άρκετά εκνευριστικό, ειδικά αν περιμένεις να περάσει κάποιο διάστημα για να δεις ότι δεν έχεις καταχωρηθεί

Προσωπικά θα πάρω και αύριο για να βεβαιωθώ ότι έχει καταχωρηθεί στο ηλεκτρονικό τους σύστημα (γιατί μέχρι εκεί είσαι εκτεθειμένος στο ανθρώπινο «λάθος» στη διαδρομή fax-καταχώρηση) και αργότερα θα ασχοληθώ (κοινώς τηλεφωνάκια τι παίζει) με:

α) εγκατάσταση της γραμμής (από τεχνικούς ΟΤΕ)
β) παραλαβή του εξοπλισμού
γ)Ενεργοποίηση της σύνδεσης

Επίσης έχει ενδιαφέρον στο επίπεδο οργάνωσης, ότι τελικά φτιάχνεις συστήματα που δε δουλεύουν από «μόνα» τους και το κατά πόσο θα κολλήσουν ή θα ξεκολλήσουν τα διάφορα ζητήματα εξαρτάται από τους μεμονωμένους υπαλλήλους.

Η καταχώρηση θα γίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και χωρίς κόπο.Βρίσκω πιο ενδιαφέρουσα τη διαδικασία «κατασκευής» της γραμμή, τη συνεννόηση που θα πάιξει μεταξύ του ΟΤΕ και παροχού και σε τι βαθμό θα πρέπει να εμπλακώ, συννενόηθω ή πιέσω στη διαδικασία αυτή.

Για να δούμε τη συνέχεια….

Λοιπόν, λίγα περιληπτικά στοιχεία ατάκτως ερριμένα.

Γενικά, ένα ιντερνετι της προκοπής χρειάζεται σπίτι είτε για να κάνεις το χάζεμα εκεί και όχι στη δουλειά είτε για να κάνεις δουλειά και σπίτι.

 

Τρελή πίεση δεν είχα μια και έχω γρήγορο ιντερνετ στο γραφείο. Αλλα με ένα λογικό κόστος θα έβαζα και σπίτι.

 

Ένας περιοριστικός παράγοντας παράγοντας που δεν το έκανα μέχρι τώρα είναι ότι δεν έχω γραμμή τηλεφώνο σπίτι και ότι παροχό και να έβαζα θα έπρεπε να πληρώνω πάγια και τέλη εγκατάστασης PSTN, ακόμα κι αν τελικά έφευγα από τον ΟΤΕ.

Ως προς το ADSL Θεωρώ τον ΟΤΕ μακραν πιο αξιόπιστο ειδικά σε θέματα εξυπηρέτησης πελατών, αλλά πολύ ακριβό. Ενώ οι εναλλακτικοί φημίζονται για  χειρότερη εξυπηρέτηση και ανάλογα με την περιοχή μεγάλη καθυστέρηση….

Κατέληξα, σε παροχό όπου σου δίνει γραμμη κατευθείαν χωρίς να πρέπει να ξεκινήσεις από ΟΤΕ. Μεταξύ 6Μbps και 24Mbps, επέλεξα τα 6 (up to ) γιατί και δε με ενδιέφεραν τα 24 και σιγά μην τα έπιανα ειδικά στο dslam Τούμπας.

Έτσι γλίτωσα πάγιο εγκατάσταση pstn γραμμής και το μόνο «κρυφό» εν δυνάμει έξοδο είναι τα 55 ευρώ που θα πρέπει να πληρώσω (τέλη ενεργοποίησης dsl) σε περίπτωση που διακόψω πριν 12 μήνες

 

Το τηλέφωνο θα είναι VoIP, τι ποιότητα θα παίξει δεν ξέρω, αλλά δε με ενδιαφέρει ένα σταθερό τηλέφωνο σπίτι ούτως ή άλλως. αυτονόητο ότι δεν έβαλα πρόγραμμα για άπειρα υπεραστικά κτλ

Από εδώ

Διάβασα τις προάλλες ότι απειλείται με εξαφάνιση μια σημαντική συνήθεια του ανθρώπου: το μουντζούρωμα. Κύριος υπεύθυνος, λένε οι ερευνητές, είναι το κινητό τηλέφωνο. Μιλώντας, γράφοντας και παίζοντας με το κινητό, σχεδόν παντού, δεν γεμίζουμε πια χαρτιά και χαρτάκια με καρδούλες, σταυρουδάκια, καμένα δεντράκια, πουλάκια, κύκλους, αστεράκια, τερατάκια. Κινδυνεύουμε, λοιπόν, να ζήσουμε σε έναν κόσμο χωρίς μουντζούρα.

Η είδηση μού τράβηξε τη προσοχή. Για προσωπικούς λόγους. Έχω υποφέρει πολύ λόγω της κακογραφίας μου. Πόσες φορές δεν έχω ακούσει να με ψέγουν ότι η γραφή μου μοιάζει πιο πολύ με μουντζούρα. Μάλιστα, εκεί κοντά στην εφηβεία, είχα αποκτήσει φοβερό κόμπλεξ για τα κακά μου γράμματα. Όταν τύχαινε να κάνω δώρο κάποιο βιβλίο, ζητούσα από κάποιον φίλο ή από κάποια φίλη να γράψει την αφιέρωση στη θέση μου. Ζήλευα όσους έγραφαν με ωραία γράμματα. Προσπάθησα να τους μιμηθώ. Τελικά παραδόθηκα και συμβιβάστηκα με την πραγματικότητα: είμαι ένας αδιόρθωτος κακογράφος. Ικανοποιητική εξήγηση για την κακογραφία μου δεν βρήκα. Κάποια στιγμή κατέληξα στο συμπέρασμα ότι έγινα κακογράφος επειδή δεν χώνευα τη δασκάλα της ορθογραφίας στην Αλβανία. Ήταν πολύ αυστηρή. Εμείς τα παιδιά τη φωνάζαμε «διευθύντρια φυλακής». Μετά επινόησα άλλη μια εξήγηση. Ίσως η κακογραφία μου να οφείλεται στο γεγονός ότι από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού μάς έβαζαν να γράψουμε αμέτρητες ανοησίες. Ποιήματα και εκθέσεις για το Κόμμα και τον Ηγέτη. Για το ένδοξο έθνος μας που το επιβουλεύονται όλοι, σε Δύση και Ανατολή, ειδικά στη Δύση. Τα κακά γράμματα ήταν, μάλλον, ένα είδος ασυνείδητης μη συμμόρφωσης με τη βλακεία. Δεν ξέρω εάν είναι έτσι. Εμένα μ΄ αρέσει αυτή η ερμηνεία, γιατί με απαλλάσσει από το ενοχλητικό βάρος της κακογραφίας. Ξέρω σίγουρα ότι, για μας τους κακογράφους, ο υπολογιστής ήταν σωτηρία. Επιλέγεις τη γραμματοσειρά που θέλεις και δεν σε βασανίζουν πια τα παραμορφωμένα γράμματά σου…

Τέλος πάντων. Επιστρέφω στη μουντζούρα. Από τα λίγα που έχω διαβάσει, έχω καταλάβει ότι πρόκειται για σοβαρή υπόθεση. Έχουν καταπιαστεί μαζί της μεγάλοι και τρανοί. Ο μεγάλος ιστορικός της τέχνης Εrnst Η. Gombrich την έχει επαινέσει ως μια δραστηριότητα που μας βοηθά να μεταφέρουμε αλλού την ένταση. Και ως μέσον αντίστασης ενάντια στην πλήξη. Οι ψυχολόγοι λένε ότι η μουντζούρα είναι ένα είδος εξωτερίκευσης του ασυνειδήτου. Το μουντζούρωμα είναι σχεδόν σαν τα όνειρα. Όταν μουντζουρώνουμε, εξωτερικεύουμε τις ασυνείδητες φοβίες, εφιάλτες, ελπίδες και απογοητεύσεις μας. Κάποιοι ψυχολόγοι μάλιστα, οπαδοί του Γιουνγκ, βάλθηκαν να αποκωδικοποιήσουν τις μουντζούρες. Όποιος μουντζουρώνει στην άκρα αριστερά του χαρτιού, λένε, έχει ανάγκη από την αγάπη της μητέρας. Όποιος μουντζουρώνει στην άκρα δεξιά του χαρτιού αναζητεί την εικόνα του πατέρα. Όποιος μουντζουρώνει και ορνιθοσκαλίζει σπιτάκια (νόμιμα ή αυθαίρετα), εκφράζει την ανάγκη για ασφάλεια και προστασία. Όποιος μουντζουρώνει και ορνιθοσκαλίζει αστεράκια και ουράνια σώματα είναι αισιόδοξος και φιλόδοξος- για όσους μουντζουρώνουν DVD δεν υπάρχει ακόμα αποκωδικοποίηση. Και ούτω καθ΄ εξής. Βέβαια, λένε οι ερευνητές, παρά τα σοβαρά πλήγματα που έχει δεχθεί, η μουτζούρα αντιστέκεται ακόμα. Τα παιδιά στα σχολεία συνεχίζουν να μουντζουρώνουν. Σε γενικές γραμμές όμως η μουντζούρα φαίνεται να είναι είδος υπό εξαφάνιση. Σκεφτείτε πως μια από τις μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες στη Γαλλία πέρυσι ήταν το «Τετράδιο μουντζουρωμάτων», μιας Γαλλίδας σχεδιάστριας ονόματι Claire Fay. Πρόκειται για ένα τετράδιο με έτοιμα σχέδια, για να ασκούνται στο μουντζούρωμα όσοι σκάνε από την πλήξη στα γραφεία. Το «Τετράδιο μουντζουρωμάτων» έκανε τρελές πωλήσεις. Τελικά, η μουντζούρα προορίζεται να γίνει και αυτή εμπόρευμα. Και ίσως, σε λίγα χρόνια, οι καταναλωτές της μουντζούρας, να αποτελούν υπολογίσιμο οικονομικό και πολιτικό μέγεθος…

…so 5 minutes ago! (Δερβενιώτης)

Από Δερβενιώτη :

Τόν θυμάστε τον σεισμό; Ούου, σα να πέρασε κανα δίμηνο από τότε, έ; (Kαι ακόμα και “τότε”, ούτε κούνησε κανένας βλέφαρο).

Τις θυμάστε τις φωτιές; Κάτι, κάπου στο βάθος του χρόνου, ε; (Στις κάλπες πάντως τις ξέχασαν πολλοί).

Tα ομόλογα; (α, καλά…).Οι υποκλοπές; (καλά, αυτές σχεδόν κάναν revival).

Just checking!

Δεν έχω έτοιμο συμπέρασμα…το μελετάω το ζήτημα.

Για βοηθείστε και εσείς παρακαλώ …

Οι φυλές των σχολιαστών

Οι φυλές των σχολιαστών από τον allou fun Marx:

Ιστολογώ σχεδόν 2 χρόνια (πρώτο ποστ τον Ιανουάριο του 2006), και έχω γράψει και διαβάσει πάρα πολλά σχόλια, τόσο στο δικό μου blog, όσο και στα blog που επισκέπτομαι.
Παρατηρώντας τα σχόλια των άλλων, διαπίστωσα ότι υπάρχουν διάφορα είδη σχολιαστών. Το ποστ αυτό αποπειράται με ελαφρά διάθεση, να ταξινομήσει τους σχολιαστές σε κατηγορίες. Για να κατάλαβετε, αν ένα παρόμοιο ρεπορτάζ γραφόταν σε κάποιο από τα Κωστοπούλεια περιοδικά θα είχε – τι πρωτοτυπία!- τον τίτλο “οι φυλές των σχολιαστών”. Ας δούμε μερικές κατηγορίες σχολιαστών που ξεχώρισα. Κι αν σε κάποια κατηγορία συναντήσετε τον εαυτό σας, μη προσποιηθείτε ότι δεν τον αναγνωρίσατε. Προπάντων τιμιότης…
Πάμε λοιπόν…

Ο “καίριος” σχολιαστής: Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί με το νόημα του ποστ, τα σχόλια που αφήνει είναι πάντα εντός θέματος. Εμβαθύνει στο θέμα, φωτίζει τις κρυμμένες πλευρές του και δίνει αφορμές για γόνιμη συζήτηση και προβληματισμό. Ένα τέτοιο σχολιαστή θα τον ζήλευαν ακόμα και τα δελτία ειδήσεων των 8. Μη σου πω, ότι χτυπάει χαλαρά περίοπτη θέση σε πάνελ μεσημεριανής εκπομπής.

O “ξινός” σχολιαστής: Γενικά τα σχόλιά του αποπνέουν μια διάχυτη ξινίλα.
Θα ψάξει να βρει τα ορθογραφικά ή άλλα λάθη στο ποστ σου και θα στα χτυπήσει. Θα ψάξει να βρει σε ποιο άλλο blog έχουν ασχοληθεί πολύ πιο καλά από σένα με το ίδιο θέμα και θα στο υπενθυμήσει. Αν έχεις γράψει κάποιο ποστ με λογοτεχνικές ανησυχίες (ποίημα, διήγημα κλπ) θα σου γράψει ότι έχει διαβάσει και καλύτερα.

Ο “αγαπούλης” σχολιαστής: Ισορροπεί την ξινίλα του πιο πάνω σχολιαστή, αλλά το παρακάνει. Πολλές φορές τα σχόλιά του από γλυκά γίνονται γλυκερά. Ακόμα και στο πιο αδιάφορο ποστ θα γράψει πόσο πολύ του άρεσε και θα τονίσει πόσο πολύ σ’ αγαπάει.

Ο “σαν το σπίτι μου” σχολιαστής: Νιώθει το blog σου, σαν δικό του. Σε κάθε ποστ τα μισά από τα σχόλια είναι δικά του. Και πολλές φορές απαντά αντί για σένα. Καβγαδίζει αντί για σένα… Σε ξεκουράζει. Και μη παραπονιέσαι! Θυμάσαι το ποστ σου που μάζεψε 212 σχόλια; Σ’ αυτόν το χρωστάς. 3 ώρες πληκτρολογούσε για χάρη σου. Αχάριστε!

Ο “αλλού γι’ αλλού” σχολιαστής: Πάντα εκτός θέματος και εκτός κλίματος. Σε ποστ για το ασφαλιστικό είναι ικανός να γράψει την γνώμη του για το αν πρέπει να στείλουμε στη eurovision τραγούδι με ελληνικούς ή αγγλικούς στίχους. Ό,τι θυμάται, χαίρεται δηλαδή.

Ο “περάστε κι από μένα” σχολιαστής: Ας μη κρυβόμαστε. Από τη στιγμή που έκφραζόμαστε στα blog , μας ενδιαφέρει να υπάρχουν άνθρωποι που επισκέπτονται τα blog και διαβάζουν αυτά που γράφουμε. Ο “περάστε κι από μένα” όμως, δεν επιζητά απλώς αναγνώστες, αλλά τους ψαρεύει. Και όταν το ψάρεμα γίνεται με την απαιτούμενη διακριτικότητα, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό. Ο “περάστε κι από μένα” όμως αφήνει σχόλια, απλά και μόνο για να αφήσει το στίγμα του, τη διεύθυνση του blog του δηλαδή…

Ο “μονολεκτικός” σχολιαστής: Γράφεις με ζήλο και θέρμη ένα ποστ που σε απασχολεί.
Το δουλεύεις, το ψάχνεις, το επιμελείσαι και υποθέτεις ότι και κάποιον άλλο θα ενδιαφέρει το θέμα που διαπραγματεύεσαι. Λογαριάζεις όμως χωρίς τον ξενοδόχο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο κύριος “μονολεκτικός”. Τα σχόλια του θα τα ζήλευαν και οι αρχαίοι Λάκωνες. “Ωραίο”, “Συμφωνώ”, “Ναι”, “Όχι”, “Μπράβ.
Φορολογεί ο Αλογοσκούφης τις λέξεις που γράφουμε στα σχόλια και δεν το πήρα εγώ χαμπάρι;

Ο “χαμογελάκιας” σχολιαστής: Μετεξέλιξη του μονολεκτικού σχολιαστή. Αντί να γράψει έστω και μία λέξη, αφήνει ένα emoticon. Δεν ξέρω αν το κάνει επειδή βαριέται ή επειδή πιστεύει ότι μ’ ένα χαμόγελο μπορείς να τα πεις όλα. Το δικό μου πρόβλημα με τον “χαμογελάκια” είναι το εξής: Τι να απαντήσεις σε ένα σχόλιο σαν κι αυτό ;

Ο “trol” σχολιαστής : Μπαίνει στο blog για να γεμίσει την ώρα του βρίζοντας και καβγαδίζοντας. Αν διαγράψεις το σχόλιο σε καταγγέλει για λογοκρισία και αντιδημοκρατικότητα. Τρέφεται με τις απαντήσεις που παίρνει. Η καλύτερή του είναι να του ανταπαντήσεις με βρισιές. Είναι σαν να τον κέρασες μαύρο χαβιάρι και γαλλική σαμπάνια. Αν δεν του απαντήσεις, λιμοκτονεί. Και φεύγει για άλλες πολιτείες…

Ο “αρχαιοδίφης” σχολιαστής: Με κάποιο τρόπο ανακαλύπτει το ποστ που έγραψες πρόπερσι τον Αύγουστο. Και αποφασίζει να το σχολιάσει. Αν τα άρθρα στις εφημερίδες μπαγιατεύουν με μια ταχύτητα V, τα ποστ στα ιστολόγια μπαγιατεύουν με ταχύτητα 10V. Tι να απαντήσεις τώρα στο σχόλιο που σου αφήνει ο “Σλήμαν” των blog σε ένα ποστ που δεν θυμάσαι πια, ούτε τι έγραψες, ούτε γιατί το έγραψες;

Σίγουρα υπάρχουν και άλλες κατηγορίες, αλλά νομίζω ότι καλύφτηκαν οι πιο χαρακτηρηστικές. Το ποστ αυτό βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν διεκδικεί δάφνες επιστημονικότητας. Αλλά εσείς μπορείτε να προσποιηθείτε ότι μείνατε άφωνοι από την αναλυτική σκέψη του γράφοντος και την συγγραφική του ικανότητα και να αφήσετε τα κατάλληλα σχόλια. Ξέρετε εσείς τώρα:
«Μπράβο», «Μεγάλε!», «Πέστα», «Έτσι»…
Εντάξει;

Εκδρομή…

Από τρία κτήνη με ενημέρωση από Όλια:

Από Δε Μασάμε Ρε:

Eδώ και μέρες ταξιδεύω κουβαλόντας ένα πολύ ενδιαφέρον απόκομα από New York Times. Πρόκειται για ένα άρθρο του κ. Tom Friedman που είναι μία ευκαιρία για προβληματισμό.

Στην ουσία ο κ. Friedman μιλά για την γενιά των νέων τους οποίους βρίσκει αρκετά ιδεαλιστές. Όμως ο κ. Friedman θεωρεί ότι η γενιά του «Blogging» και του «Facebook» παρά είναι «on-line», και προσπαθεί έτσι υποκαταστήσει τη γνήσια επαναστατική δράση.

‘Iσως ακούγεται παράξενη αυτή η μεταφορά στα ελληνικά του άρθρου, αλλά είναι αρκετά κοντά στο ύφος του συγγραφέα ο οποίος ο οποίος ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου έχει γίνει αγνώριστος, σημαντικά πιο συντηρητικός από ότι στα παλιά του κείμενα.

Oνομάζει αυτή τη γενιά «The Q Generation» το Q από το «Quiet» (δηλαδή ήσυχη) και γράφει: «H Q Generation πιθανόν παραείναι ήσυχη, παραείναι «on-line» για το καλό το δικό της και το καλό της χώρας.»

[Αυτό που χρειάζεται η χώρα] «είναι ένα ηλεκτροσόκ ιδεαλισμού, ακτιβισμού, και αγανάκτησης. Για αυτό υπάρχουν οι εικοσάρηδες: για να ανάψουν μία φωτιά στη χώρα.

Αλλά [αυτή τη φωτιά] δε μπορούν να την στείλουν με e-mail, και μία ηλεκτρονική κινητοποίηση, ένα κλικ του «ποντικιού» δεν θα εξαναγκάσει τους πολιτικούς να προσέξουν να αλλάξουν στάση, παρά μόνο θα το εκμεταλλευτούν.»

H μετάφραση είναι πολύ κοντά στο αρχικό κείμενο το οποίο παραθέτω αυτούσιο στο πρώτο σχόλιο

Παίδες αυτή είναι μία σκέψη που μας έχει πάλι απασχολήσει, και πρέπει να μας απασχολήσει ακόμα πιο πολύ. Στα μπλογκς βρεθήκαμε και μιλάμε ανοικτά, πέρα από τους περιορισμούς και τα όρια που είχαμε μέχρι σήμερα. Αυτό είναι αναμφίβολα ένα βήμα προόδου και δημοκρατίας. Αν σταματήσουμε όμως εδώ, θα εξελιχθούμε σε ένα ακίνδυνο κίνημα διαμαρτυρίας, ένα ηλεκτρονικό καφενείο γκρίνιας, και όχι σε μία ανεξέλεγκτη από συμφέροντα δύναμη αλλαγής του τόπου.

Αν θέλουμε πραγματικά να καθορίσουμε τις εξελίξεις, πρέπει να συνηθίσουμε να διαβαίνουμε από τον εικονικό κόσμο των υπολογιστών στον πραγματικό κόσμο των πολιτών.

Tων πολιτών που μετέχουν στα κοινά, που είναι παρόντες, που οργανώνονται, που πληροφορούν τους γύρω τους, τους φίλους τους, τους γείτονές τους, τους γνωστούς τους. Των πολιτών που κινητοποιούνται, που γίνονται συγκεκριμένοι στα αιτήματά τους, που απαιτούν, αμείβουν και τιμωρούν πολιτικούς και πολιτικές.

Η ευκαιρία για αλλαγή θα κερδηθεί ή θα χαθεί εδώ. H αλλαγή δε γίνεται upload.

ΥΓ. Για όσους δεν γνωρίζουν τον Tom Friedman, είναι ένας από τους βασικούς αρθρογράφους της εφημερίδες. Eίναι Αμερικανός Eβραίος. Έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο για το Mεσανατολικό από την περίοδο που κάλυπτε τις εξελίξεις στην περιοχή με τίτλο «From Beirut to Jerusalem». Σας το συστήνω θερμά. Mετά το 2001 σκλήρυνε πάρα πολύ. Ήταν υπέρ της εισβολής στο Iράκ. Σήμερα μοιάζει να αλλάζει γνώμη και πάλι. Στην Αμερική μπορεί κανείς να διαφωνεί ή να συμφωνεί μαζί του, αλλά δεν τον αγνοεί. Στο πρώτο σχόλιο διαβάστε και το άρθρο το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή του κειμένου αυτού.

Σχόλιο:

October 10, 2007
OP-ED COLUMNIST

Generation Q

By THOMAS L. FRIEDMAN
The New York Times

I just spent the past week visiting several colleges — Auburn, the University of Mississippi, Lake Forest and Williams — and I can report that the more I am around this generation of college students, the more I am both baffled and impressed.

I am impressed because they are so much more optimistic and idealistic than they should be. I am baffled because they are so much less radical and politically engaged than they need to be.

One of the things I feared most after 9/11 — that my daughters would not be able to travel the world with the same carefree attitude my wife and I did at their age — has not come to pass.

Whether it was at Ole Miss or Williams or my alma mater, Brandeis, college students today are not only going abroad to study in record numbers, but they are also going abroad to build homes for the poor in El Salvador in record numbers or volunteering at AIDS clinics in record numbers. Not only has terrorism not deterred them from traveling, they are rolling up their sleeves and diving in deeper than ever.

The Iraq war may be a mess, but I noticed at Auburn and Old Miss more than a few young men and women proudly wearing their R.O.T.C. uniforms. Many of those not going abroad have channeled their national service impulses into increasingly popular programs at home like »Teach for America,» which has become to this generation what the Peace Corps was to mine.

It’s for all these reasons that I’ve been calling them »Generation Q» — the Quiet Americans, in the best sense of that term, quietly pursuing their idealism, at home and abroad.

But Generation Q may be too quiet, too online, for its own good, and for the country’s own good. When I think of the huge budget deficit, Social Security deficit and ecological deficit that our generation is leaving this generation, if they are not spitting mad, well, then they’re just not paying attention. And we’ll just keep piling it on them.

There is a good chance that members of Generation Q will spend their entire adult lives digging out from the deficits that we — the »Greediest Generation,» epitomized by George W. Bush — are leaving them.

When I was visiting my daughter at her college, she asked me about a terrifying story that ran in this newspaper on Oct. 2, reporting that the Arctic ice cap was melting »to an extent unparalleled in a century or more» — and that the entire Arctic system appears to be »heading toward a new, more watery state» likely triggered by »human-caused global warming.»

»What happened to that Arctic story, Dad?» my daughter asked me. How could the news media just report one day that the Arctic ice was melting far faster than any models predicted »and then the story just disappeared?» Why weren’t any of the candidates talking about it? Didn’t they understand: this has become the big issue on campuses?

No, they don’t seem to understand. They seem to be too busy raising money or buying votes with subsidies for ethanol farmers in Iowa. The candidates could actually use a good kick in the pants on this point. But where is it going to come from?

Generation Q would be doing itself a favor, and America a favor, if it demanded from every candidate who comes on campus answers to three questions: What is your plan for mitigating climate change? What is your plan for reforming Social Security? What is your plan for dealing with the deficit — so we all won’t be working for China in 20 years?

America needs a jolt of the idealism, activism and outrage (it must be in there) of Generation Q. That’s what twentysomethings are for — to light a fire under the country. But they can’t e-mail it in, and an online petition or a mouse click for carbon neutrality won’t cut it. They have to get organized in a way that will force politicians to pay attention rather than just patronize them.

Martin Luther King and Bobby Kennedy didn’t change the world by asking people to join their Facebook crusades or to download their platforms. Activism can only be uploaded, the old-fashioned way — by young voters speaking truth to power, face to face, in big numbers, on campuses or the Washington Mall. Virtual politics is just that — virtual.

Maybe that’s why what impressed me most on my brief college swing was actually a statue — the life-size statue of James Meredith at the University of Mississippi. Meredith was the first African-American to be admitted to Ole Miss in 1962. The Meredith bronze is posed as if he is striding toward a tall limestone archway, re-enacting his fateful step onto the then-segregated campus — defying a violent, angry mob and protected by the National Guard.

Above the archway, carved into the stone, is the word »Courage.» That is what real activism looks like. There is no substitute.

30/10/07 13:20

Από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα που διάβασα τελευταία τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο τεκμηρίωσης.

Δε θα αναρωτηθώ για μια ακόμη φορά πως μπορεί ο Αλ Γκορ να πήρε Νόμπελ ειρήνης. Δε με ενδιαφέρει. Να το έχει να το χαίρεται. Αυτό που με απασχολεί είναι να θυμάμαι τα γεγονότα και να μη τα εξαφανίζει η σκόνη της λήθης και τα βραβεία των χαρτογιακάδων. Γι αυτό έγραψα αυτό το άρθρο. Για να μου το θυμίσω.

Ενδιαφέρουσα δημοσίευση και σχόλια που ακολουθούν από τον Λ:ηρ σχετικά με το πανεπιστημιακό άσυλο (τι περιεχόμενο έχει) και την κατάχρηση εξουσίας από την πλευρά της αστυνομίας.

Γίνεται αναφορά στα περιστατικά με τη χρήση taser στο UCLA και στο UF

Για λόγους πληρότητας παραθέτω και τα:

Αναφορά πανεπιστημιακής αστυνομιας University of Florida
Σχετικά με το περιστατικό στο UCLA 1
Σχετικά με το περιστατικό στο UCLA 2
Παλαιότερη δημοσίευση μου σχετικά με πανεπιστημιακή αστυνομία

Αθλητισμός για όλους;

Αφορμή για τον παρόν ποστ είναι ο μαραθώνιος στην Αθήνα (4 Νοεμβρίου)  και οι παράλληλες διαδρομες  και συγκεκριμένα η λογική των χρεώσεων:

http://www.athensclassicmarathon.gr/html/ent/048/ent.1048.2.asp

http://www.athensclassicmarathon.gr/html/ent/047/ent.1047.2.asp

http://www.athensclassicmarathon.gr/html/ent/046/ent.1046.2.asp

Στα πλαίσια του μαραθωνίου στην Αθήνα, γίνονται και δύο διαδρομές 5χμ και 10χμ οπου μπορεί να συμμετάσχει όποιος θέλει. Είναι αυτό που λέγαμε παλιά ο γύρος της Αθήνας. Ευκαιρία να κλέψεις για μια μέρα τους δρόμους απ’ τ’ αυτοκίνητα, να γυμναστείς (ειδικά εκείνη η ανηφόρα κάτω απ’την Ακρόπολη είναι θάνατος), μια αφορμή να βγείς με τους φίλους σου σε διαφορετικό μοτίβο απ’τον καφέ ή να γνωρίσεις καινούριο κόσμο.

‘Οταν είχα συμμετάσχει εγώ (πριν απο καμιά 13αρια χρόνια) ήταν φυσικά δωρεάν. Τώρα προς μεγάλη μου εντύπωση είδα ότι η συμμετοχή χρεώνεται και μάλιστα αρκετά ακριβά (ξέκινώντας από 15 ευρώ). Μια τετραμελή οικογένεια πρέπει να πληρώσει δηλαδή 60 ευρώ, απλά για να τρέξει τη διαδρομή (τωρα τα τσιπάκια τις βλακείες και τα νερα, σιγά το κόστος και σε τελική ανάλυση τους χορηγούς τι τους έχεις). Το παράξενο είτε ότι στο μαραθώνιο για παράδειγμα του Λονδίνου ή της Βοστώνης δεν πρέπει να έχει τέτοιες χρεώσεις.

Το πρώτο σχόλιο θα μπορούσε να είναι περι καπιταλισμού ο οποίος τρέφει το κεφάλαιο και στερεί το λαό από τα δικαιώματα του στην παιδεία στον αθλητισμό (που είναι κομμάτι της παιδείας εκτός των άλλων) , τις ελευθερίες κτλ κτλ κτλ. Εν μέρει μια τέτοια προσέγγιση είναι σωστή. Απ’ την άλλη όταν βλέπεις πολύ πιο καπιταλιστικές χώρες να μην μπαίνουν σε τέτοια λογική (δεν ξέρω άλλη χώρα να χρεώνει για συμμετοχή σε τετοιες διαδρομές) τότε μάλλον τίθεται ένα ζήτημα επιλογής. Δεν πιστεύω ότι οι χορηγοί δε θα μπορούσαν να καλύψουν το κόστος της διαδρομή. Απλά ο δήμος Αθηναίων βρήκε μια καλή αφορμή για να μαζέψει χρήματα για μια «υπηρεσία» (όπως την προσδιορίζει), που κανονικά είναι υποχρέωση του να την παρέχει στου πολίτες του. Πρέπει να φάει κράξιμο και ο δημος και οι ανθρωποι που έκαναν αυτήν την επιλογή. Πρέπει να το πληρώσουν με την πολιτική έννοια πάντα. Μια αποχή από τη συγκεκριμένη διαδρομή αναδεικνύοντας το ζήτημα της χρέωσης ίσως να ήταν η καλύτερη λύση. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να μη μας θεωρούν και μ……!

Θεωρώ αυτήν την επιλογή από πλευράς του δήμου ενδεικτική της κατεύθυνσης που έχει πάρει η κοινωνία και της ιεράρχησης των αξιών που θέτει.

Τι να πώ αντί ο δήμος να προωθεί τον αθλητισμό ειδικά για τους νέους, τους αφήνει απέξω βάζοντας αδιανόητες χρεώσεις. Δε λέω καλός κι ο Ρουβάς την πρωτοχρονιά, αλλά αν πληρώνει για τον Ρουβά θα πρέπει να πληρώσει και για τη συμμετοχή του κόσμου σε τέτοιες αθλητικές δραστηριότητες. Είναι λοιπόν θέμα ιεράρχησης αξιών και απαίτησης των δικαιωμάτων.

 

Υ.Σ. Επειδή λίγο πολύ το νόημα το κατέγραψα, ίσως συνεχίσω τη γκρίνια στα σχόλια. Ελπίζω πάντως να μην είμαι ο μόνος που δίνει σημασία σε κάτι τέτοια….

http://www.dokimio.com/node/66 (διάβασμα από Ριτσό με μουσική υπόκρουση το πρώτο μέρος της σονάτας του σεληνόφωτος) 

(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
– μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
– 8, 16, 32, 64 –
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 –
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; –
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
– ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, –
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, –
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω
μ’ όλο πού πίσω απ’ τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, –
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, –
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ’ ετοιμάζω δυο – ποιος να τον πιει τον άλλον; –
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ’ το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις; –
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κ’ ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)

Theme from Schindler’s list

Here we suggest subjects-titles for future posts…

Ici on propose des sujets-titre pour futur articles…

Hier vorschlagen wir Themen-Titeln fuer Veroeffentlichungen…

 Qui suggeriamo i oggetti-titoli per le pubblicazione…

 Aquí sugerimos los temas-títulos para las publicaciones…

Η αρχική δημοσίευση είναι αυτή. Θεωρώ όμως την αντίδραση πολύ πιο εύστοχη και πετυχημένη. Μου προκάλεσε πολύ άσχημη αίσθηση το επαναστατικό του με επισκέφτηκαν 18000 άτομα από την Παρασκευή, ενώ πολύ θετικό βρήκα ότι ο gmargari (γιατί το blogger δεν είναι ιδιότητα) την είπε σε κάποιον που σχολίαζε βρίζοντας το Νίκο Δήμου.

Πέρι πυρκαγιών…

Πολλά γράφονται για τις πυρκαγιές τελευταία. Από τα διάφορα που έπεσαν στην αντίληψη μου ξεχώρισα αυτό.

Από εκεί και πέρα, μέχρι να δοθεί μια εξήγηση περί του οργανωμένου σχεδίου η οποία να σέβεται στοιχειωδώς την λογική μου, εγώ θα εξακολουθήσω να στηρίζομαι σε αυτήν και να μην καταφεύγω σε μεταφυσικό κυνήγι μαγισσών.

Τα υπόλοιπα, τα «δεν μπορεί να είναι συμπτώσεις» και τα «κάτι παράξενο συμβαίνει, αλλά δεν μπορούμε να πούμε τι», θα εξακολουθώ να τα ακούω βερεσέ, μέχρι να προσκομιστεί κάτι που να μπορεί να χωνευτεί, κάτι που να προσεγγίζει την αληθοφάνεια και να μην συνιστά παραίτηση από τον κοινό νου.

Είμαι περίεργος πάντως τι θα μείνει από όλη αυτήν την ιστορία, όχι τόσο στο επίπεδο των καταστροφών, αλλά στο επιπεδό της αντίληψης της πραγματικότητας από εμάς τους «νοήμονες» πολίτες…

Δεν ξέρω τι άποψη έχετε γι’ αυτό ή αντίστοιχα αυτό .Το έλαβε κι ο αδερφός μου και απο εκεί το έμαθα. Εκλογές πλησιάζουν γενικά κυκλοφορεί και το http://axiologisibouleytwn.wordpress.com/ (προσωπική άποψη δεν έχω, σίγουρα παίζουν πολλά σικέ σχόλια ενώ η σελίδα φαίνεται να συνδέεται κάπως με e-rooster)

Προσωπικά διαφωνώ και με τη λογική της βαθμολόγησης στην κλίμακα του 5…

Οι περιπέτειες του  azimout στην Κωσταντινούπολη. Από Πέμπτη 23/8 στα περίπτερα εεε στο wordpress

Τρένα, στοιχήματα, σελίδες από http://sandbox.cs.uchicago.edu/blog_el/

Περί wikipedia

Πώς διαμορφώνονται κατά ένα ποσοστό τα άρθρα στη wikipedia. Επιλογή από buzz

Η αλήθεια για τις εκλογές από τον Σπύρο Δερβενιώτη…

Los amantes del círculo polar

Είχα καιρό να δώ απίστευτη ταινία και είπα να γράψω ένα ποστ για να παρακινήσω τους φίλους μου να την δουν.

 

 

 

 

 

 

Ακολουθεί ένα σχόλιο από imdb :

Deep into visual poetry, 10 April 2004
Author: Carlos Martinez Escalona from Mexico

It’s really difficult to understand European cinema after watching thousands of American-Big Studio films.

At least that’s what looks clearly apparent when I read many of the comments in imdb. But for some of us, who are in contact with a different way of making films, this one excels at the visual poetry from the very start.

And from a cinematographer’s point of view, as a real jewel in filmmaking. What Los Amantes is about, is love, and only that. The way this story is portrayed is quite original, in a way some directors have tried and done pretty good jobs (Alejandro González Iñárritu, for instance, in his two films: Amores Perros and 21 Grams). It’s a compelling way to explain simple things in reverse. Thoughts, and internal processes are not directly understood or apparent to the viewer. Medem demands his audience to think (remember Abre los Ojos).

It’s really sad to think that linear and flat plots that only demand to sit and watch are what most people see as good films. When something catches them out of balance, sometimes they refuse to stay tuned and think.

The revelation, as is with this film, comes at the very end. And it deserves a second session to go through the small details -which are plenty in Medem’s work.

It’s a long film… some argue. What is a long film when everything is like a whirlpool that draws you in? I don’t think this is a long film. Me and many of my friends have pored through it many, many times. So many, in fact, that we had to throw away the original video. A pity, because it was in it’s original widescreen version, not as the recently issued dvd that’s been murderously cropped.

Whatever it is what you like to see, take a look at this film. It can open a lot of possibilities to widen your taste, and your approach to «long» films.

Καλλισθένης…

Αφιέρωση του Καλλισθένη στο κοριτσάκι που σκότωσε η μητέρα του στην Ινδία, γιατί επέμενε να πάει σχολείο…

Με κάποια περίεργη και μυστική διεργασία κάποιες φορές αντιστοιχίζουμε κάποια τραγούδια σε κάποιες καταστάσεις ή γεγονότα. Έτσι και με το συγκεκριμένο τραγούδι των u2.
Χρόνος, μάλλον, πριν από 7-8 χρόνια τουλάχιστον (το ονειρικά γεγονότα υπερβαίνουν τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές). Κυριακή πρωί. Ξύπνημα με ξυπνητήρι ραδιόφωνο (μπορεί να το έβαλα μετά το ραδιόφωνο, γιατί για πιο λόγο να βάλω ξυπνητήρι κυριακή πρωί;). Σταθμός ο (παλιος) 88.5. Παίζει και άλλα τραγούδια όμορφα, αλλά νομίζω αυτό ήταν το εγερτήριο. Τότε, ήμουν στο παλιό μου σπίτι με θέα στο Aλατζά Ιμαρέτ από την πλευρά της Σοφοκλέους. Και φύσικα είχε την πιο γαμάτη λιακάδα του σύμπαντος. Τώρα πως μια συνηθισμένη ηλιόλουστη Kυριακή μπορεί να βιώνεται έτσι δεν ξέρω. Πάμε λοιπόν:

Website is here Radio.Blog.Club

http://www.youtube.com/watch?v=2fBj2wsimvQ (δεν μπορούσα να βάλω radioblogclub στο wordpress)

I have climbed highest mountain
I have run through the fields
Only to be with you
Only to be with you

I have run
I have crawled
I have scaled these city walls
These city walls
Only to be with you

But I still haven't found what I'm looking for
But I still haven't found what I'm looking for

I have kissed honey lips
Felt the healing in her fingertips
It burned like fire
This burning desire

I have spoke with the tongue of angels
I have held the hand of a devil
It was warm in the night
I was cold as a stone

But I still haven't found what I'm looking for
But I still haven't found what I'm looking for

I believe in the kingdom come
Then all the colors will bleed into one
Bleed into one
Well yes I'm still running

You broke the bonds and you
Loosed the chains
Carried the cross
Of my shame
Of my shame
You know I believed it

But I still haven't found what I'm looking for
But I still haven't found what I'm looking for
But I still haven't found what I'm looking for
But I still haven't found what I'm looking for...

Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με την πανεπιστημιακή αστυνομία. Azimout και Καλλισθένης. Τσεκάρετε τα σχόλια…

Ιταλία…

Ξεκινάω να γράφω χύμα, γιατί κάτι άλλα πράγματα που ήθελα να γράψω και τα άφηνα πήραν αναβολή επ αοριστον….Περί ταξιδιού ο λόγος κατα Ιταλία μερια, σε χρόνιο 🙂 φίλο, προορισμός Ισπρα. 2 με 7 Αυγούστου, κλεισμένο από καιρό (κάνα μήνα).
Σίγουρος από πριν ότι θα περάσω καλά περιμένω να δω το περιεχόμενο αυτού του καλά.
Διαδρομή Θεσσαλονίκη-Αθήνα Μιλάνο(Μαλπένσα). Σαν κλασσικός Πέτρος πολύ χαλαρά στους χρόνους και άπειρη ώρα νωρίτερα στο αεροδρόμιο. Άπειρα τηλέφωνα σε φίλους. Στο αεροπλάνο ξεκίνημα διαβάσματος «Το ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκογκολ αγορασμένο από βιβλιοβάρδια, ενω είχε και ένα αντίστοιχο διήγημα ενός άλλου συγγραφέα. Αθήνα απευθείας στην πύλη επιβίβασης, αναμονή μέχρι την επιβίβαση.
Περιπου 2μιση ώρες ταξίδι, καλή μάσα (ολυμπιακή), άδειο αεροπλάνο, τελείωσα το πρώτο διήγημα, μου έδωσαν και εφημερίδα.
Άφιξη, Μαλπένσα, φίλος περιμένει με αυτοκίνητο.Αίσθηση ότι όλα κοντά είναι είτε Ηράκλειο, είτε Αθήνα είτε Μιλάνο το ίδιο πράγμα. Αυτοκινητόδρομοι επαρκείς, επαρχιακοί δρόμοι στενοί, καλή άσφαλτος, σηματοδότηση ότι να ‘ναι.
Πρώτο βράδυ χαλαρά, παμπ κι έτσι, γνωριμίες με γνωστούς, μπυρίτσα, το κλασικό ξύλινο ποδοσφαιράκι και κουβεντούλα. Μετά σπίτι φίλου με βασική παρατήρηση την απίστευτη ησυχία (sound of silence).
Επόμενο πρωί ξύπνημα. Στόχος λακο ματζόρε, νησια Μπορομέο και λοκάρνο ελβετία. Πάμε μπονιο περνουμέ μια φίλη και πάμε Λαβένο. Τελεφερίκ για θέα απο ψηλά άνοιγε αργότερα και έκλεινε πριν από την ώρα που θα γυρνούσαμε. Καραβάκι για Ιντρα. Στο ιστό ανεμίζει η σημαία της Ιταλίας με τα εμβλήματα των τεσσάρων πόλεων της «republiqua del mare» (Μιλάνο, Βενετία, Γένοβα, Πίζα αν δεν κάνω λάθος).
Άφιξη Ιντρα. Δρομολόγια(ωράρια) ότι να ναι. Εσπρέσσο στα γρήγορα, σαντουιτς και chino στο λιμανακι, καραβάκι ιζολα μαντρε καθόμαστε λίγο, καπάκι επίστροφη ιντρα και μετά καραβάκι για λοκάρνο με ενδιάμεσες στάσεις. Ώραια θέα, μαυρισμά από ήλιο

(κατάστρωμα γαρ) σε βαθμό καψίματος, κουβεντούλα και φωτογραφίες. Έξυπνη ιδέα, να κατέβουμε Ασκόνα και να περπατήσουμε προς Λοκάρνο.Άπειρη παραλία με άπειρο κόσμο. Πιο πριν ένας τύπος προσπαθούσε να μάθει στην κοπελιά του να οδηγει ferrari. Ο δισταγμός και το σταματημένο αυτοκίνητο με τον κινητήρα να μουγκρίζει άγχωσαν μερικούς που κολλήσαν στο πλάι του δρόμου. Αστεία φάση τελικά τα κατάφερε. Περπατάμε αρκετή ώρα με το χρόνο να αρχίσει να πιέζει. Στο λοκάρνο είχε το ετήσιο φεστιβάλ κινηματογράφου. Χρόνος φυσικά δεν υπήρχε για να ανακατευτούμε με τους περίεργους σινεφιλ με τις λεοπαρδαλέ κορδέλες με τις καρτέλες κρεμασμένες στο λαιμό τους. Τελικά παίρνουμε ταξί και προλαβαίνουμε οριακά το καραβάκι της επιστροφής. Δεν κάτσαμε κατάστρωμα, παίξαμε το κλασσικό «ποδοσφαιράκι» με τα κέρματα, εννοείται τρελή κουβεντουλα με ατελείωτες μικρές προβοκατόρικες ερωτήσεις(προβοκάτσια= η πεμπτουσία της ζωής 🙂 κάποια στιγμή θα εξηγήσω σε άλλο post). Επίστροφη, Ίντρα, Λαβένο Ίσπρα. Βράδυ, φαγητό σε σπίτι άλλης φίλης με γονείς της. Ιτάλική πίτσα από κινέζικο εστιατόριο, διανθισμένη με κεράσματα, ένα απίστευτο ηδύποτο με κανέλλα και καρύδι και παγωτό με βατόμουρα. Ατάκα της ημέρας, it’s better to meet people than places.

Επόμενη μέρα(3η) προορισμός λίμνη Κομο. Παρκάρισμα, εσπρέσσο παραλία. Είχε ένα κτιριάκι για τον Αλεσσάντρο Βόλτα αλλά έκλεινε εκείνη την ώρα. Βολτούλα παραλία. Αραλίκι παγκάκι, περιτριγυρισμένο από άσπρα και κόκκινα λουλούδια, κουβεντούλα, φωτογραφία ερωτήσεις απαντήσεις και η σουρρεάλ αντιστοίχιση της πραγματικότητας σε δύο ζευγάρια παπούτσια (δημόσιο είναι το blog, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε). Περάσαμε απ’ έξω και από American Bar (είχε τέτοια σπαρμένα τόπου τόπους πότε πότε). Σαντουιτσάκι και καραβάκι με ξενάγηση μετα. Μνημείο πεσόντων βου παγκοσμίου, η βίλλα του εγγονου του Μουσολίνι, του Κλουνεϊ , η εξοχική της Σοφίας Λώρεν, του Σεφτσενκο κτλ Ενα ακριβό ξενοδοχείο παρεμβάλλοταν με μια πισίνα μέσα στη Λίμνη. Βάζοντας στο πλάι την παρέλαση των ονομάτων έβλεπες όμορφα σπίτια, με το κλασσικό γκαράζ για τις βαρκούλες που βγαίνει κάτω από το σπίτι (σε κάποια μπορούσες να πας μόνο με βάρκα), ένας τύπος έκανε βουτιά από το μπαλκόνι του κήπου του, ενώ τόπους τόπους μπορούσε να φανταστείς τα σημεία συνάντησης των κρυφών εραστών. Βολτίτσα μετά στην πόλη, αρκετός κόσμος, μαγαζία ενώ περάσαμε και από μια λαϊκή με ρούχα. Ωραία στενάκια. Πάμε δημόσια παραλία, γκαζον κι ετσί όπου έκανα το πρώτο μου μπανιο σε λίμνη. Στη θέα φαίνεται ψιλοβρώμικη λόγω του σκουροπράσινο χρώματος του βυθού, αλλά ήταν καθαρή και λίγο πιο κρύα από θάλασσα. Μετά απεριτίβο σε ένα καφέ στο μώλο με τον ήλιο να έχει ξεκινήσει να κρύβεται πίσω από τα βουνά που περιτριγυρίζουν τη λίμνη. Πηγαίνουμε αεροδρόμιο Μιλάνου για να παραλάβουμε ένα ζευγάρι φρεσκοπαντρεμένων Ισπανών φίλων της παρέας. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα περίμενα έξω από το Μαλπένσα τραγουδώντας ελληνικά τραγούδια και κάνοντας ταυτόχρονη μετάφραση στα Αγγλικά. Μοίρες και Γερνάω Μαμα από Τσανακλίδου, Κακές Συνήθειες από Πασχαλίδη (το πιο εύκολο στη μετάφραση) η Σουλτάνα η Φωφώ από Πρωτοψάλτη (δε μεταφράζεται με τίποτα). Έρχονται κι οι Ισπανοι, ξεκινάμε, τραγουδομεταφράζοντας το Μαχαίρι των Καββαδία-Μικρούτσικου. Επιστρέφουμε αργούτσικα στην Ισπρα βάζοντας μπροστά τα μεγαλόπνοοα σχέδια της επόμενης μέρας.
Ημέρα 4η. Στόχος: Μιλάνο. Τρόπος: ποδήλατο. Διαδρομη:10 χιλιόμετρα για Σεστο καλέντε+80 χιλιόμετρα Μιλάνο+ επιστοφή με τρένο Σεστό Καλέντε +10 χιλιόμετρα για Ισπρα. Ωρα ξεκινήματος κατά τις 10 περίπου(;). Ξεκινήσαμε μέσω Σεστο Καλέντο γιατί θέλαμε 3 ποδήλατα και είχαμε 2. Φτάνουμε Σεστο Καλέντε περιμένουμε λίγο και μετά τον εσπρέσσο, φυσικά, ξεκινάμε. Ενιωσα εν μέρει τη χαρα του να είσαι πατέρας έχοντας μια καρεκλίτσα για παιδάκι στο ποδήλατο μου (λέμε τώρα). Λίγο επαρχιακοί δρόμοι, και αρκετα ποδηλατόδρομος κατά μήκος του ticino(;) ποταμού και των καναλιών. Σταση για μάσα μετα από 20 χιλιόμετρα και κατα τη μια, ενώ κάναμε και άλλη μια σταση κάποια στιγμή σε μαγαζί που πήραμε παγοτίνια και άλλη μία κάτω από μια γέφυρα όπου είδαμε και μια μικρή νυχτεριδούλα. Ωραία διαδρομή, αρκετός κόσμος κατα μήκος με ποδήλατα ή χωρίς(πετύχαμε κι εδω έναν να κάνει βουτιά από γέφυρα σε ένα κανάλι). Περάσαμε και μέσα από κάποια καμπινγκ. Περίπου στα 40 χιλιόμετρα ξεκινήσαμε να βλέπουμε ότι μάλλον δε μας βγαίνει και κοιτάξαμε για εναλλακτικές λύσεις. Στάση, ρωτάμε σκεφτόμαστε και χαράζουμε νέα πορεία. Δροσιζόμαστε και λίγο σε ένα ωραίο συντριβανάκι. Προορισμός Magenta σιδηροδρομικός σταθμός. Στο κανάλι στο ύψος της Magenta μόλις είχε τελειώσει ένα κάτι σαν γιορτή όπου είχαν έναν πάσσαλο αλειμμένο με γράσο πάνω από ποτάμι με μια σημαία στην άκρη του, οπου ο στόχος ήταν να την πιάσεις χωρίς να πέσεις στο ποτάμι. Φτάνουμε σταθμό, κλασσικοί κωλόφαρδοι αμέσως εισιτηρια για Μιλάνο σταθμός Γκαριμπαλντι, και ακόμα πιο κωλόφαρδοι αμέσως εισιτήριο επιστροφής. Αλλοι ύπνο, άλλοι κουβέντα κάποια στιγμή φτάνουμε Sesto Calente. Καφέ δίπλα στο ποτάμι και μπυρίτσα-κοκτέιλ με απεριτιβο. Χωρίζουμε για να επιστραφεί το ένα ποδήλατο. Αντί για Ισπρα, αποφασίζουμε Angera προορισμός πιτσάρια Damino. To accido lattivo αρχίζει να κάνει έντονη την παρουσία του. Νυχτώνει και με τα πολλά καταφέρνουμε να φτάσουμε στην πιτσαρία. Κλειδώνουμε τα ποδήλατα για να ανακαλύψουμε μετά ότι δεν έχουμε το κλειδί. Όμορφη θέα, ωραίες οι πίτσες, ωραία η παρέα. Αφού είχε έρθει ήδη το ιππικό (συμπεριλαμβάνεται στην παρέα) επιστρέψαμε με αυτοκίνητο Ισπρα.
Επόμενη μέρα Μιλάνο μόνος μου. Ο αρχικός στόχος ήταν να πάω με αυτόκίνητο στο Μιλάνο σε ένα παρκινγκ(lampugnano ή κάτι τέτοιο). Τελικά πήγα με αυτοκίνητο στο Sesto Calente και από εκεί τρένο για Μιλάνο. Ξυπνάω κατά τις έξι, πρωινό, ετοιμασία. Εφτά η ώρα φεύγω και 7:45 είμαι μέσα στο τρένο για Μιλανό, σταθμό Γκαριμπάλντι. Το accido lattivo θυμίζει πότε πότε τη δραστηριότητα της προηγούμενη μέρας. Σε κάτι λιγότερο από ωρίτσα φτάνω. Παίρνω μετρό για cadorna και μέτα πόδια για castello sforcesco. Όμορφο κάστρο-ιστορία του κάστρου αλλά δυστυχώς τα μουσεία του ήταν κλειστά, όπως και τα περισσότερα μουσεία του Μιλάνου, λόγω Δευτέρας(γκκκκρρρρ!). Απ’ την άλλη με τα μουσεία κλειστά είχα χρόνο να αποκτήσω μια γενικότερη εικόνα της πόλης. Επόμενος σταθμός pinacoteqa Brera. Φυσικά, κλειστή, έκατσα όμως να χαζέψω μια σχολή τέχνης που είχε εκεί. Πόλλα αγάλματα, ψιλοβρώμικη, ενώ λόγω αυγούστου είχε λίγους φοιτητές-καθηγητές μέσα. Χάζεψα λίγο την βιβλιοθήκη, έκανα δυό γύρες, πήρα και ένα σαντουιτς και έναν εσπρέσσο από τα αυτόματα μηχανήματα που είχαν για τούς φοιτητές. Συνεχίζω με τα πόδια πάντα με προορισμό τη Σκάλα του Μιλάνου και το μουσιάκι της Σκάλας. Ωραίοι δρόμοι και κτίρια, τα οποία θα μπορούσαν όμως να είναι λίγο καλύτερα συντηρημένα. Το μουσείο στη Σκάλα του Μιλάνου ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, με τις αφίσες παλιών παραστάσεων , παρτιτουρες μουσικά όργανα, πίνακες, ιστορίες, αλλά ασύγκριτα φυσικά με τη Σκάλα του Μιλάνου αυτή καθ’ αυτή. Είχαν στο μουσείο κάποιους εξώστες ανοιχτούς και μπορούσες να δεις. Βελούδα, επίχρυσα, ωραίες λεπτομέρειες παντού. Ο κεντρικός πολυέλαιος ήταν κατεβασμένος για συντήρηση με μια σκαλωσιά να τον περιτριγυρίζει. Φεύγω με προορισμό το Duomo. Πέφτω σε ένα άλλο αξιοθέατο την κεντρική αγορά (δε θυμάμαι όνομα, galeria vittorio emanuele II) μια στοά με δυο διαδρόμους μεγάλους 100μ με τεράστιο ύψος και στέγαστρο από γυαλί με θόλο και καμάρες. Αρχικά το περνάω χαλάρα. Φτάνω Duomo. To κάνω μια γύρα (παίρνω και μια γρανιτα λιμονι grande 4 ευρώ). και στήνομαι για να μπω. Είσοδος δωρεαν, αλλά πληρώνεις για κάθε επιμέρους κομμάτι που θέλεις να δείς (υπογειο, ταράτσες, μια παλαιοχριστιανική εκκλησία). Ο ναός ήταν σε φάση συντήρησης. Έλεγχος απο αστυνομία στις εισόδους (όχι τρελά αυστηρός βέβαια αν και κοιτάγαν τσάντες), ενώ κάποιοι τρώγαν (και καλά τους κάναν) πόρτα στην είσοδο λόγω ενδυμασίας. Τώρα ότι και να πεις θα είναι λίγο. Άπειρα αγάλματα, άπειρες λεπτομέρειες, βιτρό κλπ. Βλέπω το εσωτερικό, το υπόγειο και την παλαιοχριστιανική εκκλησία. Εκκρεμούν οι ταράτσες. Πέρνω, άλλη μια granita limone και επιστρεφω στην αγορά. Χαζεύω βιτρίνες, εκστασιασμός τουρίστριας «Ooooooohhhhhh! Luis Viton». Μπαίνω σε ένα μαγαζί με Svarowski χαζεύω λίγο. Μετά πάω σε εναν ενημερωτικό χώρο μέσα στην αγορά για τις εκδηλώσεις (θέατρα εκθέσεις, σινεμά κλπ) στο Μιλάνο και μαζεύω φυλλάδια για να τα δώσω στο φίλο μου να τα μελετήσει. Μπαίνω και σε ένα βιβλιοπωλείο παραδίπλα και χαζεύω τι παίζει. Επίστρεφω, παίρνω τα ασανσερ (6 ευρώ) και ανεβαίνω στις ταράτσες. Θέα απίστευτη ενώ βλέπεις και τις λεπτομέρειες στα αγάλματα και τους τοίχους. Υπάρχουν διάφορα επίπεδα, άλλα προσβάσιμα στον επισκέπτη και άλλα όχι. Κατέβηκα με τα πόδια(ήταν τέτοιο το ύψος που μέχρι να φτάσεις κάτω είχες ξεκινήσει να βαριέσαι). Μετά γενικότερος προορισμός μουσείο έρευνας και τεχνoλογίας (με τα πόδια παντα) με ότι ενδιαφέρον ενδεχομένως υπάρχει στα ενδιάμεσα. Περπατάω λίγο στο δρόμο Τορίνο, ψωνίζω κάτι πραγματακια και ρωτάω για την pinacoteqa Ambrosiana. Μετά από διαδοχικές ερωτήσεις σε διάφορους περαστικούς ( a sinistri, a destra κλπ κλπ) φτάνω στην κλειστή πινακοθήκη. Αναβαινω παίρνω την merovigli, περνάω ένα κάφε scrofa semilunata, κάποια στιγμή γίνεται magenta περνάω από ένα κλειστό αρχαιολογικό μουσείο κάνω κάποια στροφη και βρίσκω και το κλειστό μουσείο έρευνας και τεχνολογίας. Επόμενως σταθμος τα δύο navigli, το grande και το αλλό. Παιρνω μετρό νομίζω από st.Ambrogio και κατεβαίνω St.Pt. Genova (ή κάτι τέτοιο) κάνω ένα γύρο τα navigli. Πρίν τα navigli κάνω μια στάση για να ψωνίσω κάτι. Η κουβέντα γίνεται κυρίως με body language και σκόρπιες λέξεις. Εκστασιασμός πωλήτριας στην ερώτηση: No sconto;(τελικά μου έκοψαν 2 ευρώ από τα 30). Συνεχίζω κατά navigli.Ήταν νωρίς και γενικά τα καφέ δεν είχαν ανοίξει με μικρές εξαιρέσεις. Πρόσεξα και ένα σχολείο θηλέων (αν και μου είπαν ότι δε λειτουργούν πια τέτοια). Έκατσα για μια μπυρίτσα. Δυστυχώς, απεριτίβο δεν είχε γιατί ήταν νωρίς. Επιστρέφω στο σταθμό St.Pt. Genova. Μια παρέα αγοριών και (ωραίων)κοριτσιών αποχαιρετιόνταν ρομαντικά με va fan coulo και σηκωμένα μεσαία δάχτυλα. Φτάνω Garibaldi. Κόβω εισιτήριο για 17:55 Domodossola που κάνει στάση Sesto Calente. Έχω κάνα μισαωράκι και κόβω γύρους στο σταθμό. Περίπου 19 Sesto και 19:20 ispra. Μπάνια, ιστορίες κλπ. Ιδέα για βραδιά τανγκό σε ένα ξενοδοχείο στη Stresa. Μόνος χορευτής μια φίλη της παρέας, οπότε αρκεστήκαμε στο ρόλο του θεατή. Ενδιαφέρουσα βραδιά, και σαν κουβεντούλα και σαν χορός. Στο γυρισμό προσπάθεια να αποθανατίσουμε το όμορφο φεγγάρι (με κλικ στη φωτογραφία φαίνεται σε μεγαλύτερο μέγεθος).Επόμενο πρωί ξύπνημα κατά τις δέκα, χάζεμα υπολογιστή, φωτογραφίες, μουσική. Αρχική τακτοποίηση των πραγμάτων. Μεσημεράκι, πολύ ωραίο φαγητό, σε ένα πολύ ωραίο εστιατόριο σε μία πολύ ωραία παραλία. Ψιλοανασκοπηση των προηγουμένων ημερών και κουβεντούλα. Ξιφίας με λεμόνι πορτοκάλι και κάτι άλλο, μακαρονάδα με θαλασσινά και σαλάτα θαλασσινών. Αργότερα, αναχώρηση για αεροδρόμιο. Κουβεντούλα στο αυτοκίνητο, ενώ ο συνεπιβάτης κοιμάται. Αποχαιρετισμός (πως περιγράφεις έναν αποχαιρετισμό άραγε; τις γλώσες των σωμάτων, τα νεύματα;). Ο ουρανός έχει συνεφιάσει, ενώ η βροχή ξεκινάει να κάνει αισθητη την παρουσία της. Check-in , πύλη επιβίβασης,λίγο γύρω-γύρω, επιβίβαση. Ταξίδι 2 ώρες και 1 τέταρτο για Αθήνα, αυτή τη φορά γεμάτο το αεροπλάνο. Διαβάζω, μονορούφι το δεύτερο διήγημα απ’ τη στιγμή που μπήκα στο αεροπλάνο μέχρι πριν την απογείωση. Αργότερα, γεύμα με μπυρίτσα καφέ. 23:00 φτάνω Αθήνα. Τα μπαγκάζια θα τα πάρω θεσσαλονίκη οπότε βγαίνω αμέσως. Με παραλαμβάνουν οι γονείς και στο αυτοκίνητο λέμε για την Ιταλία , αλλά και για τις διακοπές τους. Σπίτι, είναι και αδερφός με κοπελιά, θεία, αργότερα ήρθε ξάδερφος και ένα φίλος. Πέρα απο τα των διακοπών, προσπαθούμε να χωρέσουμε μέχρι τις 5:30 το επόμενο πρωί που θα φευγα για Ελ. Βενιζέλος με προορισμό Θεσσαλονίκη, όσα δε χωράνε στο Skype ή σε ένα υπεραστίκό τηλέφωνημα. Πάω αεροδρόμιο, αποχαιρετισμός, check-in, πύλη επιβίβασης επιβίβαση. Πρέπει να ψιλοκοιμήθηκα στο αεροπλάνο. Ο αρχικός σκοπός ήταν να πάω κατευθείαν δουλειά, αλλά ήμουν τόσο κομμάτια που πήγα για ύπνο, ενώ την υπόλοιπη μέρα ασχολήθηκα με πλυντήρια σιδερώματα, συμμαζέματα κλπ. Από σήμερα κανονικά δουλειά, με ένα τεράστιο διάλλειμα για να γράψω το παρόν post.

Πιστεύω ότι άξιζε τον κόπο…

Αν και απέχω ακόμα από το να θέσω αυτό το ερώτημα στον ευατό μου βρήκα πολύ ενδιαφέρον το παρακάτω ποστ, τα link και τα σχόλια που το ακολουθούν σχετικά με το να βάλεις διαφημίσεις ή όχι στο blog και κατά πόσο αυτό αντιβαίνει σε κάποιους ηθικούς όρους ή ενδεχομένως αναιρεί τη διαφορετικότητα των blogs σε σχέση με άλλα μέσα ενημέρωσης και έκφρασης. Θα συμφωνήσω με ένα σχόλιο που λέει ότι δεν υπάρχει μόνο άσπρο ή μαύρο, αλλά και γκρι. Θα προσθέσω επίσης ότι η μετάβαση από το άσπρο στο μαύρο δε γίνεται ποτέ απότομα αλλά ακολουθώντας συνήθως τις διαβαθμίσεις του γκρί. Προσωπικά δεν έχω κατασταλάξει και θα με ενδιέφερε να ακούσω τις απόψεις των φίλων μου…

(25/7/2007: Τελικά δεν απείχα τόσο πολύ. Έβαλα δοκιμάστικα Google Adsense. Ακόμα περιμένω έγκριση οπότε βάζει PSA διαφημίσεις. Πάντως εξακολουθώ να περιμένω τα σχόλια σας)

(21/8/2007: Το τσεκάραμεν, ξενέρωμα από άποψης εμφάνισης, κάτω του ευρώ εσόδα, Adios Amigos)

Περί αθλητικού ήθους

Ένα ενδιαφέρον άρθρο περί αθλητικού ήθους. Τελικά όσο απομακρύνεσαι από τα γεγονότα, τόσο πιο ξεκάθαρα γίνονται. Ή μήπως όχι;

(26/7/2007 και διαβάζοντας καλύτερα τα σχόλια πέτυχα άλλο ένα μικρό διαμαντάκι: http://notes-mirage.blogspot.com/2007/07/blog-post.html)

Μια και ξεκίνησε μια κουβέντα περί κριτικής των άλλων , ας παραθέσω μια κριτική από και προς το Πρώτο Θέμα. Η επιλογή είναι καθαρά υποκειμενική και προβοκατόρικη. 🙂

Άρης …

Δείτε οπωσδήποτε το σχόλιo του Άρη στο ποστ του azimout. Άντε Αρη ποτε θα ξεκινήσεις το δικό σου blog;

Όλια…

Η άποψη της Όλιας για τις αλήθειες και τους ανθρώπους

Ένα άρθρο στο in.gr σχετικά με τη εκτεταμένη «στρατολόγηση» από το Σαρκοζί στελεχών από το χώρο του Σοσιαλιστικού κόμματος μου δημιούργησε διάφορους προβληματισμούς:

Κατ’ αρχήν, στο τεχνοκρατικό επίπεδο, τι πιο λογικό από το να αξιοποιήσεις στελέχη ήδη δοκιμασμένα ή με ισχυρά διαπιστευτήρια (μακάρι να το έκανε και η ΝΔ εδώ πέρα λιγάκι). Όπως επίσης αν δίνεται η δυνατότητα σε κάποιον να προσφέρει (και να έχει προσωπικό κέρδος φυσικά) δίνοντας λύσεις σε πρακτικά προβλήματα, σε κυβερνητικό επίπεδο θα ήταν χαζός να μην το δεχτεί. Ούτως η άλλως η ας την πούμε «Δεξιά» έχει ξεφορτωθει(;) τα βαρύδια της ακροδεξιάς και της βαθιάς συντήρησης και υπάρχει ένα ευρύ πεδίο αποφάσεων χωρίς ιδεολογική χροιά.

‘Οταν, όμως, σε μια πολιτική πραγματικότητα, απουσιάζει η πολιτική θέση ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι. Οι ας τους πούμε «Σοσιαλοδημοκράτες» (Σεγκολεν, ΠΑΣΟΚ…), «πουλάνε» ουτοπία σε συσκευασία του ’70, ενώ η πρακτική τους (δι)ολισθαίνει προς ένα απροσδιόριστο κέντρο σε ένα τανγκό (βλέπε άλλο ποστ 🙂 ) με την «Δεξία» σε μια διαδοχική εναλλαγή στην εξουσία. Αυτό το ιδιότυπο πολιτικό μονοπώλιο σε συνδυασμό με την διαρκώς μεγεθυνόμενη επιβολή της οικονομίας στην κοινωνία διαμορφώνει πραγματικότητες έξω από το συμφέρον των πολιτών.

Υπάρχει πάντα βέβαια και η ηθική διάσταση στα πράγματα. Όταν κάποιος που καταγγέλλει την μάυρη Δεξιά ή τα λαμόγια των σοσιαλιστών καταλήγει στην αντίθετη πλευρά τότε κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμά, ΚΚΕ στη δεκαετία του 80. Μέσα, από την ίδια, προσέγγιση-ανακοίνωση για κάθε ζήτημα με το σύστημα να φταίει για τα πάντα, ξεπήδησαν τα μεγαλύτερα λαμόγια-παπαγαλάκια στην Έλλαδα, που τάχθηκαν με τη μεριά των υποτιθέμενων αντιπάλων τους. Αντίστοιχες, προσεγγίσεις μπορούν να γίνουν και για τα ΚΚ Κύπρου και Ιταλίας, όχι τόσο στο επίπεδο των λαμόγιων, αλλά του πως η επίφαση της ιδεολογίας από τα σημαίνοντα στελέχη έρχεται να εξυπηρετήσει και όχι να τροφοδοτήσει τις πολιτικές επιλογές.

Η αναφορά στα ΚΚ, έχει κυρίως μια θετική προσέγγιση η οποία είναι η εξής. Ναι, το σύστημα όντως διαμορφώνει κοινωνικές σχέσεις. Σε δεύτερο επίπεδο (στο οποίο δεν συνεχίζουν τα ΚΚ) και οι επι μέρους γενικότερες και ειδικότερες πολιτικές διαμορφώνουν κοινωνικές πραγματικότητες. Αυτές οι πολιτικές δεν είναι αποκλειστικά συνάρτηση οικονομικών και γεωστρατηγικών δεδομένων. Πρέπει να είναι επιλογή της κοινωνίας. Οι τεχνοκράτες μπορούν να καθορίσουν αν μια επιλογή είναι εφικτή ή ποιος είναι ο δρόμος υλοποίησης αυτής της επιλογής. Κατά την άποψη μου τα περιθώρια είναι τεράστια…

Όταν, όμως, ούτε οι «σοσιαλοδημοκράτες» , ούτε η «δεξιά» είτε στο δικομματικό είτε στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο παίζουν τον ιδεολογικό τους ρόλο, τότε αρκούνται σε μια διαχείριση απλά της εξουσίας η οποία ναι μεν είναι κρίσιμη και ο βαθμός επιτυχίας της μπορεί να έχει τεράστια επίδραση στην καθημερινή πραγματικότητα, άλλα δεν μπορεί να προσφέρει ούτε την ουτοπία σε συσκευασία 21ου αιώνα, ούτε την πλησιέστερη ρεαλιστική πορεία προς αυτήν…

Μετά από προτροπή φίλης αναζήτησα κάποιο, ας το πούμε, μουσικό ίχνος του Σταύρου Λάντσια, ψάχνοντας για έναν μουσικό με διάφορες συνεργασίες άλλα και ενδιαφέρον προσωπικό έργο. Ξεκινώ με αφετηρία το προσωπικό του site και καταλήγω να ακούω την «επιστροφή».
Άκουσμα εκφραστικό… καμιά φορά χωρίς να έχω δει τον τίτλο, μου ερχόταν μια λέξη-συναίσθημα στο μυαλό που μετά ανακάλυπτα ότι ήταν ο τίτλος. Ακούσματα αντιληπτά, αλλά σε καμία περίπτωση μιας χρήσης. Σαν τραγούδια δίχως λέξεις σε ένα ταξίδι. Το ταξίδι της επιστροφής;
Το έχω βάλει κάποιες φορές μετά το πρώτο άκουσμα και ανακαλύπτω πάντα κάτι διαφορετικό. Είτε λόγω διαφορετικής προσοχής-διάθεσης -όρεξης…ή γιατί δεν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο θα επιστρέψεις, το οποίο θα αναζητήσεις είτε σαν ανάμνηση είτε σαν αμφιβολία…

Σ’ ευχαριστώ …….. που μου τον σύστησες…

Από το http://www.stavroslantsias.gr/ :


«ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» (WEA, 1999)
«Οπως όλα τα παιδιά του κόσμου έτσι κι εγω είχα το καταφύγιο μου. Εκεί που ζούσα τον κόσμο μέσα από τη δική μου φαντασία.Για τους υπόλοιπους στην οικογένεια αυτό το μέρος ήταν το σαλόνι μας. Για μένα πάλι ήταν το δωμάτιο με το πιάνο και το πικ απ. Εκεί κλεινόμουν και άκουγα μουσική αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο τις πρώτες μου μελωδίες. Ονειρευόμουν ότι όταν μεγαλώσω θα μπορώ κι εγώ να γράφω μουσική που να συγκινεί, όπως αυτή των αγαπημένων μου συνθετών. Ετσι, μεγαλώνοντας, ακολούθησα το δρόμο της γνώσης προσπαθώντας να μάθω όσα μπορώ για τη μουσική, μια διαδρομή που δεν τελειώνει ποτέ. Το παιδί όμως μέσα μου χρειάζεται ακόμα αυτό το καταφύγιο. Αυτές τις στιγμές που με λίγες νότες στη σειρά καταφέρνω να εκφράσω τα συναισθήματα μου.
«Επιστροφή» λοιπόν σ’αυτό που πάντα ήμουν αλλά τόσο εύκολα ξεχνάω
«Αναζήτηση» για την αέναη μελωδία που σαν ποτάμι κυλά αβίαστα για να καταλήξει στη θάλασσα της αιώνιας μουσικής…»

ΣύνθεσηΕνορχήστρωσηΔ.Ορχήστρας
Σταύρος Λάντσιας
Πιάνο:Σταύρος Λάντσιας Ομποε:Γιάννης Παπαγιάννης Τύμπανα : Νίκος Σιδηροκαστρίτης Κοντραμπάσσο:Βαγγέλης Ζωγράφος Βιολί:Alfredo ShtuniMonica Dhamo Βιόλα:Altin Thanasi Βιολοντσέλο: Granit Camperi

Παραγωγή:WEA Δ.Παραγωγής:Σταύρος Λάντσιας Φωτογράφοι : Τάσος Βρεττός Βαρβάρα Καραθανασοπούλου Μαρίνα Σιακόλα. ΕπιμέλειαΣχεδίαση : Μάγια Λάβδα

Track Listing :
1. το πρελούδιο της επιστροφής
2. επιστροφή
3. αθωότητα
4. αναζήτηση
5. το βαλς των ματιών
6. Henry and June
7. σοκκάκι
8. ανάμνηση
9. το όνειρο του Satie
10.ο θάνατος του ταύρου
11.αμφιβολία
12.το τραγούδι του Haig

… αλλά και σε όσους ακολουθουν τα βήματα…

ποια βήματα;

Μα του τανγκό φυσικά….

είτε σαν μουσικοχορευτική απόδραση από την καθημερινότητα είτε σαν τρόπος ζωής:

http://youtube.com/watch?v=dBHhSVJ_S6A

http://www.youtube.com/watch?v=JFozrJQ_0Oo

http://www.youtube.com/watch?v=RUAPf_ccobc http://www.youtube.com/watch?v=AGrDh5OLS-M http://www.youtube.com/watch?v=SHpmYbGnWmE


http://www.youtube.com/watch?v=1eYH0YN_2jE

και κάτι λίγο διαφορετικό:

http://www.youtube.com/watch?v=2mVexkUXy3U&mode=related&search=

Σκοπός του παρόντος σχολίου δεν είναι η υπεράσπιση κάποιας θρησκείας, αλλά ο σχολιασμός της ολοένα και αυξανόμενης αντιπαλότητας έναντι οποιασδήποτε θρησκευτικής πεποίθησης η οποία πολλές φορές φτάνει στα όρια του φανατισμού. Αφορμή υπήρξε μια αντιπαράθεση σε μια λίστα που είμαι γραμμένος και συγκέκριμένα ένα πολύ εύστοχο σχόλιο που παρατέθηκε:www.ppol.gr/fullarticle?id=3211

Αποσπάσματα:

«Η επιθετικότητα και η μισαλλοδοξία που εκφράζει η νέα γενιά άθεων συγγραφέων για το θρησκευτικό φαινόμενο, εντέλει βλάπτει καίρια την υπόθεση που υποτίθεται πως θέλουν να υποστηρίξουν…»

«Όπως το έθεσε ένας σχολιαστής στη Νέα Υόρκη, είχαμε συνηθίσει τη μισαλλοδοξία των θρησκόληπτων και τώρα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη μισαλλοδοξία των άθεων.

Ο κίνδυνος είναι πως αυτή η επιθετικότητα και η απουσία ανεκτικότητας προς κάθε είδους θρησκευτικότητα αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από τα πραγματικά ενδιαφέροντα ζητήματα που ανάδειξαν οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις μεταξύ θρησκείας κι επιστήμης.»

Διαβάζοντας τη συζήτηση στη λίστα, αλλά και το άρθρο στο λινκ που παρατέθηκε, ήρθαν στο μυαλό μου άπειρες συζητήσεις είτε εκ του σύνεγγυς είτε διαδικτυακές οπου διαπίστωσα μια επιθετικότητα έναντι του οτιδήποτε εκφράζει μια θρησκευτική διάσταση σε βαθμό που δεν δικαιολογούταν από την πραγματικότητα. Αυτή η αντιπαλότητα αφορούσε είτε στο ζήτημα της ύπαρξης του Θεού, είτε στη συμπεριφορά των θρήσκων ατόμων αλλά και των εκάστοτε εκκλησιών.

Προφανώς, μια έλλογη αντιπαράθεση με κάποιες εκφάνσεις της θρησκευτικότητας όχι μόνο είναι λογική, αλλά και επιβεβλημένη. Αυτό που μου είναι όμως ακατανόητο είναι η μηδενική ανοχή που παρατηρώ σε πολλούς φίλους μου, άλλα και σε αρκετούς κοινωνικούς χώρους έναντι του θρησκευτικού φαινομένου.

Αναμένω τα σχόλια σας με πάρα πολύ ενδιαφέρον ….

Πέμπτη βράδυ, πετυχαίνω κατά τύχη στο in.gr(http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=796971) ότι στη Θεσσαλονίκη, θα γίνουν οι εκδηλώσεις για τα Ευρωπαϊκά Βραβεία Θεάτρου με πιο ενδιαφέρον γεγονός φυσικά, τις βραβευμένες παραστάσεις από διάφορους θίασους. Μου έκανε εντύπωση πως ένα τέτοιο γεγονός είχε τύχει μηδενικής προβολής σε επίπεδο αφισών κτλ. Θεωρώντας το μοναδική ευκαιρία επέλεξα να δώ το Πέερ Γκυντ του Ιψεν σε σκηνοθεσία Πέτερ Ζαντεκ από την ομάδα Μπερλινερ Ανσαμπλ (ή κάτι τέτοιο, http://www.ntng.gr/). Τα εισιτήρια ακριβά: 60 ευρώ πλατεία (χωρίς φοιτητικά) 40 ευρώ Α εξώστης (25 ευρώ φοιτητικό), 30 ευρώ B εξώστης(20 ευρώ φοιτητικό). Φτάνοντας στο ταμείο είχε μόνο εισιτήρια για τον B εξώστη.

Κυριακή βράδυ, ώρα 20:45 με επίσημη ώρα έναρξη της παράστασης 21:00. Μπαίνω στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδων, ανεβαίνω τρεις, τέσσερις ορόφους μέχρι τον Β εξώστη και κάθομαι στην θέση μου. Λίγο απορώ γιατί βλέπω ένα τραπέζι με ομιλητές (στις 19:30 ξεκινούσε η τελετή απονομής των βραβείων). Ρωτώ μια ταξιθέτρια και με καθυσηχάζει. Η ώρα περνάει, κάποιες τοποθετήσεις, κυρίως ηθοποιών και σκηνοθετων, ήταν ενδιαφέρουσες, άλλα δεν είχα πάει για να εξασκήσω τα Γαλλικά (κυρίως) και τα Αγγλικά μου αλλά για να δώ την παράσταση. Επίσης το έργο ήταν διάρκειας 3μιση ωρών. Πότε θα ξεκινούσε;

Η ώρα πάει 21:15 με 21:30. Ο Πέτερ Ζάντεκ τελικά δεν θα έπερνε το βραβείο γιατί επέλεξε να μη διακόψει τη δουλειά του σε ένα νέο έργο που επρόκειτο να παρουσιάσει. Από την επιτροπή του τέθηκε ότι «αν δεν έρθεις, δε θα βραβευθείς». Αυτός έστειλε επίστολή την όποία κάποιος από το πανελ ξεκίνησε να διαβάζει. Εκτός των άλλων έλεγε «…σε τελική ανάλυση με βραβεύετε για το έργο μου και όχι for using olympic airways…». Περίπου, εκείνη τη στιγμή, βγαίνει πίσω από την αυλαία του θεάτρου μία ηθοποιός (αυτή που έπαιζε την μητέρα του Γκυντ) και τα ψιλοχώνει στο πάνελ σε φάση πότε θα ξεκινήσουμε, το παίξιμο του έργου θέλει ενέργεια (it needs… και έκανε κίνηση με το σώμα της). Πέφτει χειροκρότημα από το κοινό (κλασσική ελληνική φάση αν και έχω την αίσθηση ότι υπήρχε αρκετος κόσμος με βαθιά γνώση του θεάτρου). Το πανελ αρον αρον διαλυεται και αρχίζει η προετοιμασία για την έναρξη της παράστασης.

Μετά από μισή ώρα με τρία τέταρτα η παράσταση ξεκίνησε. Από θέατρο δεν έχω γνώσεις, αλλά γι’ αυτό γράφω στο blog μου και όχι σε περιοδικό για το θέατρο.Το να παρακολουθήσεις από τον δεύτερο εξώστη ήταν λίγο δύσκολο αλλά μετά από λίγο συνήθιζες. Όπως επίσης και η εναλλαγή του βλέμματος μεταξύ σκηνής και υπερτιτλων (μια και δεν ξέρω γερμανικά). Η σκηνή είχε μεγάλο βάθος ενώ ο θίασος ήταν πολυμελής. Εντύπωση μου έκανε η πολύ καλή φυσική κατάσταση των ηθοποιών. Ο Πέερ Γκυντ με τις ιστορίες του, …., …., βρίσκεται διωγμένος απ’ το χωρίο του με μόνη την αγάπη της μητέρας του και της Solveig, …, δελεάζεται να γίνει βασιλιάς των Troll αλλά φεύγει γιατι… .

Η τρίτη(;) πράξη κλείνει με τον θάνατο της μητέρας του. Ακολουθεί διάλλειμα ενώ η ώρα έχει πάει 12 παρά. Αφού δείχνω την ασχετοσύνη μου περι θεάτρου σε δυο συμπαθητικές κοπελιές που καθόταν δίπλα μου (καρτέλες φορούσαν, τι ρόλο ακριβώς είχαν θα σας γελάσω) , άρχισα να σκέφτομαι να κατέβω χαμηλότερα, σε κάναν πρώτο εξώστη μια και φαινόνταν να αδειάζουν κάποιες θέσεις λόγω της προχωρημένη ώρας. Τελικά κατέβηκα πρώτο εξώστη.

Μετά το διάλλειμα βλέπουμε τον Πέερ να γίνεται δουλέμπορος, ψευδόπροφήτης, βασιλιάς των τρελών … για να γυρίσει πίσω και να ανακαλύψει που βρίσκεται ο «πραγματικός»(himself) Πεερ Γκυντ. Παράσταση μελετημένη στη λεπτομέρεια, χωρίς να υπάρχει τίποτα περιττό. Σε επίπεδο ιστορίας, για εμένα έκανε κάποια κοιλιά από μετά το διάλειμα μέχρι που ο Πέερ επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, αλλά αυτό συντελούσε στο να υπάρχει μια σταδιακή κλιμάκωση προς το τέλος.

Ώρα 2 πάρά. Βγαίνω από το Θέατρο πέφτοντας σε κάποιες «γνωστές» φάτσες. Ξεκινάω περπάτημα προς Τούμπα και σκεφτόμουν αυτά που είδα τόσο σε επίπεδο παράστασης, ηθοποιών αλλά και το σκηνικό που παίχτηκε πριν από την παράσταση. Ωραία εμπειρία και σίγουρα τέτοια γεγονότα θα πρέπει να τυγχάνουν μεγαλύτερης προβολής.